Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) διατηρεί σταθερά τα επιτόκια μετά από τέσσερις μειώσεις το 2025, με στόχο να αξιολογήσει τις οικονομικές αντοχές της Ευρωζώνης πριν προχωρήσει σε νέα χαλάρωση.

Η ΕΚΤ εισέρχεται στη σύνοδο της 30ης Οκτωβρίου με σαφή αλλαγή στρατηγικής. Μετά από τέσσερις μειώσεις επιτοκίων φέτος, συνολικής τάξεως 100 μονάδων βάσης (1%), η αγορά θεωρεί σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα υπάρξει νέα μείωση αυτή τη φορά. Το επιτόκιο αναφοράς έχει «παγώσει» γύρω στο 2% και οι αγορές εκτιμούν με πιθανότητα 98% ότι η ΕΚΤ θα το διατηρήσει αμετάβλητο.

Η ΕΚΤ κινήθηκε σε φάση μειώσεων επιτοκίων από τις αρχές του έτους, με τις τέσσερις μειώσεις κατά 0,25% έκαστη να ολοκληρώνονται μέχρι τον Απρίλιο. Σε συνδυασμό με τις τέσσερις μειώσεις του 2024, το συνολικό ύψος μείωσης αγγίζει το 2%. Παρά την «χαλάρωση», το επιτόκιο καταθέσεων και το βασικό επιτόκιο έχουν διαμορφωθεί σε επίπεδα που τοποθετούνται περίπου στο 50% των επιπέδων κορύφωσης που είχαν σημειωθεί τον Σεπτέμβριο του 2023.

Η απόφαση να μην προχωρήσει άμεσα σε νέα μείωση αντανακλά μια στρατηγική επιλογή προσαρμογής και προσοχής από την ΕΚΤ. Παρότι η αποπληθωριστική τάση έχει σταθεροποιηθεί και ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη κινείται πλέον κοντά στο 2,2%, η Τράπεζα θέλει να διασφαλίσει ότι η αποκλιμάκωση δεν είναι συγκυριακή αλλά διαρθρωτική. Η Πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, έχει δηλώσει επανειλημμένα πως η νομισματική πολιτική δεν πρέπει να «τρέχει» μπροστά από τα δεδομένα της πραγματικής οικονομίας, αλλά να τα επιβεβαιώνει.

Η αναμονή αυτή συνδέεται με τρεις βασικούς παράγοντες:

  1. Επιβράδυνση, όχι ύφεση: Παρότι η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη έχει υποχωρήσει κάτω από το 1%, οι βασικές οικονομίες –ιδίως η Γερμανία και η Γαλλία– δείχνουν ανθεκτικότητα. Η ΕΚΤ θέλει να αποφύγει μια υπερβολική μείωση επιτοκίων που θα μπορούσε να ενισχύσει προσωρινά τη ρευστότητα, αλλά να δημιουργήσει πληθωριστικές πιέσεις το 2026.
  2. Αβεβαιότητες από ΗΠΑ και Κίνα: Οι γεωοικονομικές εξελίξεις, η αβεβαιότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες ενόψει των εκλογών και η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας συνθέτουν ένα διεθνές περιβάλλον που απαιτεί προσεκτικές κινήσεις. Η ΕΚΤ επιδιώκει να αποφύγει την αστάθεια που μπορεί να προκαλέσει μια νέα «χαλάρωση» σε φάση όπου άλλες μεγάλες τράπεζες, όπως η Fed, τηρούν πιο συγκρατημένη στάση.
  3. Αξιολόγηση της πιστωτικής αγοράς: Τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου έδειξαν ότι οι τράπεζες της Ευρωζώνης αύξησαν ελαφρώς τη χορήγηση δανείων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Αυτό σημαίνει ότι η μείωση επιτοκίων του πρώτου εξαμήνου έχει ήδη αρχίσει να περνά στην πραγματική οικονομία – και η ΕΚΤ θέλει να δει τα πλήρη αποτελέσματα πριν προχωρήσει περαιτέρω.

Οι παράγοντες αυτοί συνθέτουν ένα πλαίσιο προσεκτικής αναμονής: η ΕΚΤ επιλέγει να «μετρήσει» τα αποτελέσματα των προηγούμενων κινήσεων αντί να ρισκάρει μια βεβιασμένη μείωση που θα μπορούσε να αποδυναμώσει τη νομισματική αξιοπιστία της.

Οι αγορές έχουν ήδη αποτιμήσει ότι η επόμενη μείωση επιτοκίων πιθανότατα θα έρθει όχι πριν τον Ιούνιο του 2026, με πιθανότητα περίπου 65% για νέα μείωση κατά 25 μονάδες βάσης. Η διαχείριση επιτοκίων της ΕΚΤ επηρεάζει πέρα από τη ζώνη του ευρώ: δίνει το «σήμα» για τον ρυθμό πιστωτικής επέκτασης, τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων και τις στρατηγικές επενδύσεις. Η σταθερότητα των βασικών επιτοκίων μπορεί να σημαίνει επιβράδυνση της νομισματικής χαλάρωσης, με σημαντικές επιπτώσεις για επιχειρήσεις και νοικοκυριά.

Το 2024 η ΕΚΤ μείωσε τα επιτόκια συνολικά κατά 100 μονάδες βάσης (1%), με τη δεύτερη φάση χαλάρωσης να ολοκληρώνεται τον Απρίλιο 2025, όταν τέθηκε «πάγος» στις μειώσεις. Το βασικό επιτόκιο έχει διαμορφωθεί στο 2% περίπου, με τον Euribor να κινείται σταθερά μεταξύ 2%–2,03%. Οι αγορές θεωρούν ελάχιστες τις πιθανότητες νέας μείωσης τον Οκτώβριο (περίπου 2%), ενώ σχεδόν βέβαιη είναι η διατήρηση των επιτοκίων έως το τέλος του έτους.

Η σταδιακή αποκλιμάκωση έχει αποτυπωθεί σε στάσιμα περιθώρια τραπεζικών εσόδων, με το σταθμισμένο περιθώριο επιτοκίου να διαμορφώνεται στο δεύτερο τρίμηνο του έτους στο 2,3% και να διατηρείται στο τρίτο τρίμηνο χωρίς περαιτέρω υποχώρηση.

Η αγορά προεξοφλεί ότι ο ρυθμός αποκλιμάκωσης θα είναι εξαιρετικά σταδιακός, με το επιτόκιο αναφοράς να κινείται κοντά στο 1,25% στα τέλη 2026 — μακριά από την «άμεση χαλάρωση» που είχαν προβλέψει ορισμένοι επενδυτές στις αρχές του 2025. Με απλά λόγια, η αγορά δεν αναμένει νέα μείωση πριν διασφαλιστεί ότι η ευρωπαϊκή οικονομία δεν κινδυνεύει από αναζωπύρωση τιμών ή απότομη επιβράδυνση.