Η παγκόσμια οικονομία φαίνεται να έχει «ξεχάσει» τι σημαίνει ύφεση. Από τις αλλεπάλληλες κρίσεις και τις οδυνηρές πτώσεις, έχει περάσει σε μια εποχή πρωτοφανούς σταθερότητας, η οποία όμως μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη. Ο Economist κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, αναλύοντας την κατάσταση.
Από το 1300 έως το 1800, η Αγγλία και αργότερα η Βρετανία βρισκόταν σε ύφεση σχεδόν το μισό διάστημα. Στον 19ο αιώνα, η συχνότητα των υφέσεων μειώθηκε στο 25%, ενώ τον 20ό αιώνα υποχώρησε περαιτέρω, καθώς οι οικονομίες των ανεπτυγμένων χωρών ωρίμασαν και οι πολιτικές διαχείρισης βελτιώθηκαν. Σήμερα, η ύφεση μοιάζει με είδος προς εξαφάνιση.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ο κόσμος δοκιμάστηκε από πολλές προκλήσεις: αυξήσεις επιτοκίων, τραπεζικές αναταράξεις, εμπορικούς και πραγματικούς πολέμους. Παρ' όλα αυτά, από το 2022 έως το 2024, η παγκόσμια ανάπτυξη διατηρήθηκε γύρω στο 3% ετησίως, επίπεδο που αναμένεται και φέτος. Η ανεργία στον ΟΟΣΑ κινείται κοντά σε ιστορικά χαμηλά, ενώ τα εταιρικά κέρδη αυξήθηκαν κατά 11% το γ’ τρίμηνο του έτους, το υψηλότερο ποσοστό των τελευταίων τριών ετών.
Η τελευταία «συγχρονισμένη» παγκόσμια ύφεση χρονολογείται πριν από 15 χρόνια, εκτός από τη βίαιη συρρίκνωση λόγω της πανδημίας του Covid. Ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ δεν έχει βιώσει ποτέ παρατεταμένη ύφεση. Αν και αυτό είναι καλό για την κοινωνία, ίσως να μην είναι το ίδιο καλό για το οικονομικό σύστημα.
Η θεωρία του Αυστριακού οικονομολόγου Γιόζεφ Σουμπέτερ επανέρχεται στο προσκήνιο: οι κρίσεις, υποστήριζε, αποτελούν τον μηχανισμό της «δημιουργικής καταστροφής». Μέσω αυτών, οι αδύναμες επιχειρήσεις βγαίνουν από το παιχνίδι, οι πόροι ανακατανέμονται, η καινοτομία ανθίζει και η παραγωγικότητα αυξάνεται. Οι υφέσεις μπορεί να προκαλούν βραχυπρόθεσμο πόνο, αλλά οδηγούν σε μακροπρόθεσμη ισχύ, σημειώνει ο Economist.
Αρκετοί οικονομολόγοι έχουν τεκμηριώσει αυτή την άποψη: μελέτες από το MIT, το Columbia και το Vanderbilt δείχνουν ότι οι επιχειρήσεις που γεννήθηκαν σε περιόδους ύφεσης αποδίδουν μακροπρόθεσμα καλύτερα, είναι πιο ευέλικτες και συχνά φτάνουν τα χρηματιστήρια πιο γρήγορα. Εμβληματικά παραδείγματα είναι η Apple και η Microsoft τη δεκαετία του 1970 ή η Uber το 2009.
Ακόμη και η πανδημία του 2020, παρά το σοκ, λειτούργησε εν μέρει ως καταλύτης αναδιάρθρωσης. Οι ΗΠΑ, αφήνοντας την αγορά να «καθαρίσει», πέτυχαν ταχύτερη ανακατανομή εργασίας και αύξηση παραγωγικότητας. Αντίθετα, η Ευρώπη, επιδοτώντας μαζικά τη διατήρηση θέσεων εργασίας, πέτυχε μεν κοινωνική σταθερότητα, αλλά υστέρησε σε αποδοτικότητα.
Ωστόσο, οι υφέσεις δεν είναι πάντα δημιουργικές. Ενίοτε προκαλούν μόνο πόνο, και μάλιστα επίμονο. Η «χαμένη δεκαετία» της Ιαπωνίας μετά το 1990 απέδειξε πως, αν οι τράπεζες κρατούν ζωντανές μη βιώσιμες επιχειρήσεις, η οικονομία μένει παγιδευμένη. Αντίστοιχα, η κρίση του 2008-09 στις ΗΠΑ επιβράδυνε, αντί να επιταχύνει, την ανακατανομή παραγωγικών πόρων, εγκλωβίζοντας την οικονομία σε μακρά περίοδο χαμηλής δυναμικής.
Γι’ αυτό και οι κυβερνήσεις πλέον αποφεύγουν πάση θυσία τις υφέσεις. Οι αναδυόμενες αγορές έχουν βελτιώσει τη νομισματική τους πολιτική, με περισσότερες χώρες να στοχεύουν στον πληθωρισμό, ενώ οι αγορές ομολόγων έχουν ωριμάσει και τα νομίσματα είναι πιο ευέλικτα. Στις ανεπτυγμένες οικονομίες, όμως, η πολιτική στήριξης έχει μετατραπεί σε καθεστώς: «bailouts για όλους».
Η πανδημία, η ενεργειακή κρίση του 2022 και οι τραπεζικές αναταράξεις του 2023 έδειξαν πως η πρώτη αντίδραση των κυβερνήσεων είναι να ανοίγουν το δημόσιο ταμείο. Στην Ευρώπη, τα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και επιχειρήσεων έφτασαν το 3% του ΑΕΠ, ενώ στις ΗΠΑ, η κυβέρνηση εγγυήθηκε καταθέσεις και παρενέβη σε στρατηγικές εταιρείες.
Ο Economist προειδοποιεί ότι εγκυμονεί τριπλός κίνδυνος:
- Χρηματοπιστωτικός: Η απουσία κρίσεων καλλιεργεί «μυωπία καταστροφής». Οι επενδυτές ξεχνούν ότι τα ρίσκα υπάρχουν, οι αγορές φουσκώνουν – από την τεχνητή νοημοσύνη έως τα ακίνητα – και τα νοικοκυριά εκθέτουν ολοένα μεγαλύτερο μέρος του πλούτου τους σε μετοχές.
- Δημοσιονομικός: Το δημόσιο χρέος των ανεπτυγμένων χωρών βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους, ενώ οι λεγόμενες «ενδεχόμενες υποχρεώσεις» φτάνουν σε αστρονομικά ύψη. Στις ΗΠΑ ξεπερνούν τα 130 τρισ. δολάρια, σχεδόν πέντε φορές το ΑΕΠ.
- Κατανεμητικός: Η απουσία υφέσεων επιτρέπει σε «ζόμπι» επιχειρήσεις να επιβιώνουν. Το ποσοστό τους μεταξύ των εισηγμένων εταιρειών έχει αυξηθεί από 6% το 2000 σε 9% το 2021, σύμφωνα με το ΔΝΤ. Ακόμη κι όταν τα επιτόκια ανέβηκαν, ο αριθμός τους συνέχισε να αυξάνεται, δείγμα ότι το πρόβλημα είναι πλέον διαρθρωτικό.
Οι «ζόμπι» επιχειρήσεις παγιδεύουν εργαζομένους και κεφάλαια σε μη παραγωγικές δραστηριότητες, αποθαρρύνουν τη δημιουργία νέων εταιρειών και επιβραδύνουν τη συνολική παραγωγικότητα.
Η παγκόσμια οικονομία απολαμβάνει, προς το παρόν, μια μακρά περίοδο χωρίς βαθιά ύφεση. Ωστόσο, η επιτυχία της σταθεροποίησης ενδέχεται να σπείρει τους σπόρους της επόμενης κρίσης. Αν οι κυβερνήσεις συνεχίσουν να «αγοράζουν» ανάπτυξη με δανεικά και να διασώζουν τα πάντα, θα βρεθούν αντιμέτωπες με ολοένα αυξανόμενους κινδύνους – οικονομικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς.
Η σταθερότητα είναι πολύτιμη, αλλά όχι αν επιτυγχάνεται εις βάρος της ανανέωσης. Χωρίς την «δημιουργική καταστροφή» που περιέγραψε ο Σουμπέτερ, ο καπιταλισμός κινδυνεύει να γίνει ένα σύστημα που στέκει όρθιο μόνο χάρη σε δεκανίκια. Και αυτό μακροπρόθεσμα δεν είναι βιώσιμο.