Η υπόθεση των δανείων σε ελβετικό φράγκο στην Ελλάδα δεν περιορίζεται μόνο στην αύξηση του κόστους των στεγαστικών δανείων. Αντίθετα, αποτελεί μια σοβαρή περίπτωση νομισματικού κινδύνου (FX risk), ο οποίος μεταφέρθηκε στους καταναλωτές χωρίς την κατάλληλη και πλήρη ενημέρωσή τους. Ως αποτέλεσμα, χιλιάδες νοικοκυριά βρέθηκαν να καταβάλλουν κανονικά τις δόσεις τους, μόνο για να διαπιστώσουν ότι το ποσό της οφειλής τους σε ευρώ αυξανόταν διαρκώς. Αυτή η αύξηση οφείλεται στις διακυμάνσεις της ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου και στην πρακτική των τραπεζών, σε συνδυασμό με τη διαχρονική αδράνεια της πολιτείας και την απουσία ουσιαστικής παρέμβασης από τις αρμόδιες αρχές, παρά τις γνωστές επιπτώσεις.
Στην πραγματικότητα, όπως αποδεικνύεται από τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και τις πρακτικές των τραπεζών, τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο δεν αποτελούν γνήσιο στεγαστικό προϊόν, αλλά έναν δομημένο νομισματικό παράγωγο. Το προϊόν αυτό μετέφερε 100% τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον καταναλωτή, χωρίς καμία αντιστάθμιση (hedging), χωρίς επαρκή ενημέρωση και χωρίς τον απαιτούμενο έλεγχο καταλληλότητας, παραβιάζοντας τις ευρωπαϊκές οδηγίες και τις βασικές αρχές προστασίας των δανειοληπτών.
Το Διάγραμμα 1 αποτυπώνει με σαφήνεια τον μηχανισμό των δανείων σε ελβετικό φράγκο στην Ελλάδα. Στην περίοδο 2006–2007, όταν κορυφώθηκαν οι χορηγήσεις σε CHF, οι ισοτιμίες και τα χαμηλά επιτόκια έκαναν τις μηνιαίες δόσεις να φαίνονται ιδιαίτερα ελκυστικές. Από το 2006 έως το 2009, το προϊόν διατέθηκε ευρέως στην αγορά. Η κρίσιμη λεπτομέρεια ήταν ότι η δόση ήταν σε CHF, ενώ οι Έλληνες δανειολήπτες πλήρωναν σε ευρώ, γεγονός που σήμαινε ότι κάθε μήνα «αγόραζαν» CHF στην εκάστοτε ισοτιμία. Έτσι, το δάνειο δεν αφορούσε μόνο επιτοκιακό κίνδυνο, αλλά αποτελούσε και συναλλαγματικό στοίχημα.
Μετά το 2008, και ειδικότερα στην περίοδο 2010–2015, το ελβετικό φράγκο λειτουργούσε διεθνώς ως ασφαλές καταφύγιο, γεγονός που οδηγούσε στην ανατίμησή του. Η αύξηση της αξίας του φράγκου σήμαινε ότι η ίδια δόση σε CHF αντιστοιχούσε σε μεγαλύτερο ποσό σε ευρώ και το κεφάλαιο σε CHF, όταν αποτιμάται σε ευρώ, δεν μειωνόταν αναλογικά. Αυτό το χαρακτηριστικό καθιστά το προϊόν με ενσωματωμένο συναλλαγματικό κίνδυνο (FX risk), παρόμοιο με τα παράγωγα FX, και όχι ένα απλό στεγαστικό δάνειο.
Κατά την περίοδο 2015-2019, η ισοτιμία EUR/CHF παρέμεινε σχετικά σταθερή σε υψηλά επίπεδα, ενώ το ελβετικό φράγκο συνέχισε να θεωρείται ασφαλές καταφύγιο. Παρά την σταθερότητα, οι δανειολήπτες εξακολουθούσαν να αντιμετωπίζουν αυξημένες πληρωμές, λόγω των προηγούμενων αυξήσεων της ισοτιμίας. Η μετατροπή των δανείων σε ευρώ ή η διαπραγμάτευση των όρων παραμένει περιορισμένη, και τα υπόλοιπα των δανείων σε CHF εξακολουθούν να παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, ενισχύοντας την οικονομική πίεση.
Η έκταση του προβλήματος συνεχίζει να αποτυπώνεται με τα υπόλοιπα σε CHF στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, τα οποία παραμένουν σε τάξη μεγέθους δισεκατομμυρίων και για την περίοδο 2019–2025. Παρά τη σταδιακή αποκλιμάκωση, το 2025 η εικόνα δείχνει περίπου 5 δισ. ευρώ σε υπόλοιπα και περίπου 30.000–37.000 δανειολήπτες, με σημαντικό ποσοστό των δανείων να έχει μεταφερθεί σε servicers ή funds.
Οι τραπεζικές πρακτικές πώλησης των δανείων σε ελβετικό φράγκο στηρίχθηκαν στο γεγονός ότι το CHF είχε χαμηλό επιτόκιο, με αποτέλεσμα η αρχική δόση να είναι μικρότερη σε σχέση με τα δάνεια σε ευρώ. Το προϊόν συχνά παρουσιαζόταν ως «φθηνότερο στεγαστικό», χωρίς όμως να αναλύεται επαρκώς ο κίνδυνος ανατίμησης του φράγκου. Σε πολλές περιπτώσεις, εφαρμόστηκαν ρυθμίσεις step-up ή balloon, οι οποίες περιλάμβαναν χαμηλές δόσεις στην αρχή και είτε συσσώρευση κεφαλαίου είτε τοκισμό μέρους του δανείου στην λήξη. Ωστόσο, τέτοιες πρακτικές δεν εξουδετερώνουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο, αλλά τον μεταθέτουν χρονικά.
Η δικαστική εξέλιξη στην Ελλάδα πήρε κρίσιμη κατεύθυνση με την απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου 4/2019. Στην εν λόγω απόφαση, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι ο όρος αποπληρωμής σε ευρώ, ισοδύναμος με το ποσό σε CHF, αντανακλά απλώς το άρθρο 291 ΑΚ περί οφειλής σε ξένο νόμισμα. Επομένως, παρόλο που η εξαίρεση των “δηλωτικών όρων” δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο, ο όρος αυτός θεωρήθηκε “δηλωτικός” και τέθηκε εκτός του ουσιαστικού ελέγχου καταχρηστικότητας.
Ακολούθησε ελληνικό προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, το οποίο δεν έθεσε ευθέως το ερώτημα “είναι καταχρηστική η ρήτρα CHF;”, αλλά επικεντρώθηκε στο αν η εξαίρεση που προβλέπει η Οδηγία ισχύει για τη συγκεκριμένη ρήτρα. Η απόφαση του ΔΕΕ δεν απάντησε ευθέως στην καταχρηστικότητα της ρήτρας CHF, αλλά ανέφερε ότι οι ρήτρες που επαναλαμβάνουν ενδοτικούς κανόνες εθνικού δικαίου μπορεί να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 93/13.
Ωστόσο, η απόφαση του ΔΕΕ άφησε ανοιχτό ένα κρίσιμο παράθυρο ευκαιρίας: η εξαίρεση από τον έλεγχο καταχρηστικότητας ισχύει μόνο για όρους που είναι καθαρά “reflection of law”. Εάν υπάρχουν μηχανισμοί ισοτιμίας που δεν συνάδουν με την εφαρμογή του άρθρου 291 ΑΚ, τότε αυτοί δεν αποτελούν απλώς “αντίγραφο” του νόμου και είναι ελεγκτέοι ως καταχρηστικοί λόγω αδιαφάνειας.
Η απόφαση ΑΠ 4/2019 αναγνωρίζει τον πυρήνα του όρου ως δεσμευτικό, αλλά ταυτόχρονα επιτρέπει τον έλεγχο των περιφερειακών όρων, όπως ο μηχανισμός προσδιορισμού της ισοτιμίας και το spread. Η σύγχρονη δικαστική στρατηγική πρέπει να εστιάζει στον τρόπο τιμολόγησης και παρουσίασης αυτού του κινδύνου από την τράπεζα, διασφαλίζοντας την προστασία του καταναλωτή από αδιαφανείς και καταχρηστικούς όρους.
Η ευρωπαϊκή εμπειρία εξηγεί τη διαφοροποίηση της Ελλάδας στην αντιμετώπιση των δανείων σε ελβετικό φράγκο. Σε χώρες όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Κροατία, οι συμβάσεις περιείχαν μηχανισμούς που έδιναν μονομερή ευχέρεια στην τράπεζα για τον προσδιορισμό της ισοτιμίας. Αντίθετα, στην Ελλάδα, ο χαρακτηρισμός του όρου ως “δηλωτικός” από τον Άρειο Πάγο περιορίζει το πεδίο δικαστικής ανατροπής.
Η ευρωπαϊκή νομολογία έχει διαμορφώσει έναν κοινό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο δεν θεωρούνται απλά στεγαστικά δάνεια, αλλά συμβάσεις που ενσωματώνουν συναλλαγματικό κίνδυνο, ο οποίος είναι νόμιμος μόνο όταν εξηγείται με πλήρη, κατανοητό και ποσοτικοποιήσιμο τρόπο. Εάν ο όρος για την ισοτιμία δεν είναι διαφανής, θεωρείται καταχρηστικός και δεν μπορεί να επιδιορθωθεί από τον δικαστή.
Η σύμβαση δεν ήταν στεγαστικό προϊόν, καθώς δεν υπήρχε όριο ή κατώτατο όριο, η δόση εξαρτιόταν από την ισοτιμία, το υπόλοιπο μπορούσε να αυξηθεί απεριόριστα και δεν υπήρχε αντιστάθμιση κινδύνου. Επομένως, η σύμβαση ήταν ακυρώσιμη λόγω παραπλάνησης, ελλιπούς ενημέρωσης και καταχρηστικότητας των όρων.
Η πρόταση της κυβέρνησης Νοεμβρίου 2025 προβλέπει εθελοντική μετατροπή των δανείων (CHF) σε ευρώ (EUR), με έκπτωση στην ισοτιμία που κλιμακώνεται ανάλογα με εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια. Αυτή η λύση καλύπτει τα ενήμερα δάνεια, αλλά τίθεται ρητός κανόνας ότι το “κούρεμα” μπορεί να εφαρμοστεί μία φορά.
Η σημερινή πρόταση μπορεί να προσφέρει διέξοδο, αλλά περιορίζει τη ζημία χωρίς να θεραπεύει πλήρως το αίτιο. Η κοινωνία πρέπει να θυμάται ότι ο δανειολήπτης δεν αγόρασε απλώς σπίτι, αλλά ανέλαβε και συναλλαγματικό κίνδυνο χωρίς την κατάλληλη ενημέρωση. Με περίπου 5 δισ. € υπολοίπων και δεκάδες χιλιάδες οικογένειες ακόμη εκτεθειμένες, το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί μόνο μέσω μεμονωμένων δικαστικών αποφάσεων.
Η εμπειρία άλλων χωρών δείχνει ότι απαιτείται στοχευμένη νομοθετική παρέμβαση και συντονισμένο πλαίσιο ρυθμίσεων με ξεκάθαρους κανόνες επανυπολογισμού, με βάση την πραγματική φύση του προϊόντος και τη διακινδύνευση που ανέλαβε ο καταναλωτής χωρίς επαρκή ενημέρωση.