Οι ευπάθειες της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας παραμένουν υψηλές, λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με τις γεωοικονομικές τάσεις και τον αντίκτυπο των δασμών, σύμφωνα με την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας του Νοεμβρίου 2025 που δημοσιεύθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Ο Αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Luis de Guindos, δήλωσε ότι οι δείκτες αβεβαιότητας της εμπορικής πολιτικής έχουν μειωθεί σημαντικά από τα υψηλά επίπεδα του Απριλίου, αλλά η αβεβαιότητα παραμένει, με πιθανότητα νέων αυξήσεων.
Από τον Απρίλιο, οι παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές έχουν φτάσει σε νέα ιστορικά υψηλά επίπεδα και τα πιστωτικά περιθώρια είναι στενά σε σχέση με τα ιστορικά πρότυπα. Ωστόσο, οι χρηματοπιστωτικές αγορές, και ιδιαίτερα οι αγορές μετοχικού κεφαλαίου, παραμένουν ευάλωτες σε απότομες προσαρμογές λόγω των υψηλών αποτιμήσεων και της αυξανόμενης συγκέντρωσης των αγορών μετοχικού κεφαλαίου. Η ΕΚΤ επισημαίνει ότι το κλίμα της αγοράς θα μπορούσε να αλλάξει απότομα λόγω της επιδείνωσης των προοπτικών ανάπτυξης ή των απογοητευτικών ειδήσεων σχετικά με την υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης (AI).
Η ΕΚΤ αναφέρει ότι οι ανισορροπίες ρευστότητας στα αμοιβαία κεφάλαια ανοικτού τύπου, οι περιπτώσεις υψηλής μόχλευσης μεταξύ των hedge funds και η αδιαφάνεια στις ιδιωτικές αγορές ενδέχεται να ενισχύσουν τις πιέσεις στις αγορές. Επιπλέον, η ανησυχία των αγορών σχετικά με την επιβάρυνση των δημοσιονομικών σε ορισμένες προηγμένες οικονομίες μπορεί να δημιουργήσει εντάσεις στις παγκόσμιες αγορές ομολόγων, επηρεάζοντας τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ευρωζώνης μέσω μεταβολών στις διεθνείς ροές κεφαλαίων και διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ επωφελούνται από τους χαμηλότερους κινδύνους για την οικονομική ανάπτυξη και τη στροφή προς ασφαλέστερες επενδύσεις μετά την αναταραχή που προκάλεσαν οι δασμοί τον Απρίλιο. Ωστόσο, δύο παράγοντες ενδέχεται να επιβαρύνουν τους ισολογισμούς των κρατών μελών μεσοπρόθεσμα: η δημοσιονομική επέκταση που σχετίζεται με τις απαραίτητες αμυντικές δαπάνες και οι επίμονες διαρθρωτικές προκλήσεις, όπως η ψηφιοποίηση, η χαμηλή παραγωγικότητα, η γήρανση του πληθυσμού και η κλιματική αλλαγή.
Οι αδύναμες δημοσιονομικές βάσεις σε ορισμένες χώρες της ευρωζώνης και οι εξωτερικές διαρροές δημοσιονομικού κινδύνου ενδέχεται να «τεστάρουν» την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Όσον αφορά τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών της Ευρωζώνης, αυτοί έχουν βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά οι επιπτώσεις των δασμών γίνονται αισθητές και από τον κλάδο των επιχειρήσεων, ο οποίος παραμένει ευάλωτος. Εάν πραγματοποιηθούν απολύσεις, η ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους των νοικοκυριών θα επηρεαστεί αρνητικά.
Η ΕΚΤ αξιολογεί επίσης τον χρηματοπιστωτικό τομέα της ευρωζώνης, επισημαίνοντας την ανθεκτικότητά του στις πρόσφατες διαταραχές, η οποία οφείλεται στην ισχυρή κερδοφορία και τα επαρκή αποθέματα κεφαλαίου και ρευστότητας. Ωστόσο, η έκθεση σε πιστωτικό κίνδυνο από επιχειρήσεις που είναι πιο ευαίσθητες στους δασμούς μπορεί να υπονομεύσει την απόδοση των τραπεζικών δανείων, ενώ οι αυξανόμενες διασυνδέσεις με μη τραπεζικά ιδρύματα θα μπορούσαν να εκθέσουν τις τράπεζες σε ευπάθειες χρηματοδότησης.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, στο τρέχον περιβάλλον μεγάλης μακροοικονομικής και χρηματοπιστωτικής αβεβαιότητας, η διατήρηση και η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι καθοριστικής σημασίας. Οι μακροπροληπτικές αρχές θα πρέπει να διατηρήσουν τις υφιστάμενες κεφαλαιακές απαιτήσεις και τα μέτρα που βασίζονται στους δανειολήπτες, προκειμένου να διαφυλάξουν υγιή πρότυπα δανειοδότησης. Η αυξανόμενη παρουσία και διασύνδεση των μη τραπεζικών ιδρυμάτων στην αγορά απαιτεί ένα ολοκληρωμένο σύνολο μέτρων πολιτικής που θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα του τομέα της μη τραπεζικής χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης, συμβάλλοντας στην προώθηση της ολοκλήρωσης των κεφαλαιαγορών της ζώνης του ευρώ.