Η Ευρώπη ξεκίνησε το 2025 με υψηλό επίπεδο ενεργειακής ασφάλειας, καθώς η αποθήκευση φυσικού αερίου ξεπέρασε το 70% τον Ιανουάριο. Η συνολική ζήτηση παραμένει περίπου 15% χαμηλότερη σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την κρίση, γεγονός που οφείλεται σε ήπιους χειμώνες και πολιτικές εξοικονόμησης που υιοθετήθηκαν μετά το 2022. Παράλληλα, η εγχώρια παραγωγή της ΕΕ, που ανήλθε σε περίπου 40 bcm το 2024, συνεχίζει να μειώνεται κατά 12,4%, ενισχύοντας την εξάρτηση από εισαγωγές, η οποία φτάνει πλέον το 85%.
Η κατανάλωση της ΕΕ κυμαίνεται γύρω στα 360–370 bcm ετησίως, καθιστώντας κρίσιμη την ανάγκη για διαφοροποιημένες πηγές. Η Δυτική Ευρώπη καλύπτεται κυρίως από τη Νορβηγία, η οποία παρέχει σταθερά 120–124 bcm ετησίως μέσω των αγωγών της Βόρειας Θάλασσας, καθώς και από LNG από τις ΗΠΑ και το Κατάρ, που προσθέτουν συνολικά πάνω από 70–80 bcm ετησίως στις ευρωπαϊκές εισαγωγές. Τα υπόλοιπα περίπου 160 bcm προέρχονται από ένα μείγμα LNG και αγωγών από την Αλγερία προς την Ιταλία και την Ισπανία, από το αζέρικο αέριο μέσω TAP, καθώς και από μικρότερες ποσότητες LNG από τη Νιγηρία και την Τρινιντάντ, μαζί με μειωμένες ροές από τη Ρωσία μέσω TurkStream και LNG.
Η Κεντρική Ευρώπη στηρίζεται σε τρεις βασικούς άξονες: το LNG Krk της Κροατίας (6 bcm/έτος), τον TAP (10 bcm/έτος, με δυνατότητα επέκτασης στα 20 bcm/έτος) και τον Baltic Pipe (10 bcm/έτος), ο οποίος εξασφαλίζει πρόσβαση σε νορβηγικό αέριο. Η Κροατία, με κατανάλωση περίπου 3 bcm/έτος, έχει εξελιχθεί σε κρίσιμο κόμβο για την Κεντρική Ευρώπη, τροφοδοτώντας χώρες όπως η Ουγγαρία, η Σλοβενία, η Σλοβακία και τμήμα της Αυστρίας.
Στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, οι ανάγκες διαφοροποιούνται σημαντικά. Η ενίσχυση της ασφάλειας εφοδιασμού προέρχεται κυρίως από το αζέρικο αέριο μέσω του TAP και του IGB. Η Ρωσία διατηρεί πλέον μόνο έναν περιθωριακό ρόλο, περιορισμένο στις μειωμένες ροές του TurkStream. Η Ρουμανία είναι η μοναδική χώρα της περιοχής με ουσιαστική εγχώρια παραγωγή, καλύπτοντας σχεδόν το σύνολο της κατανάλωσής της.
Η Ελλάδα λειτουργεί ως περιφερειακός κόμβος, με κατανάλωση περίπου 5 bcm/έτος, χάρη στη Ρεβυθούσα, τον νέο σταθμό Αλεξανδρούπολης και τον TAP, επιτρέποντας ροές προς Βουλγαρία, Σερβία και Ρουμανία. Η Βουλγαρία, με κατανάλωση περίπου 3 bcm/έτος, εξαρτάται από τον IGB, το TurkStream και τις εισαγωγές LNG μέσω Ελλάδας.
Η Ιταλία, με ετήσια κατανάλωση περίπου 70 bcm, αντλεί τις ποσότητες αυτές κυρίως από την Αλγερία μέσω TransMed, από τον TAP και από τρία LNG terminals, λειτουργώντας και ως διαμετακομιστικός κόμβος προς την Κεντρική Ευρώπη.
Η νέα αυτή κατανομή δείχνει ότι η Ευρώπη, με τη ζήτηση να παραμένει μειωμένη και τις αποθήκες σε υψηλά επίπεδα, δεν χρειάζεται νέες υποδομές επαναεριοποίησης LNG μέχρι το 2030. Η πρόκληση είναι η ενίσχυση των υφιστάμενων διασυνδέσεων και των περιφερειακών κόμβων.
Οι ελλείψεις των εξαγωγέων φυσικού αερίου διαφέρουν ανά προμηθευτή. Στις ΗΠΑ, η δυναμικότητα LNG φτάνει τα 160 bcm/έτος, αλλά βραχυπρόθεσμα υπάρχουν ελλείψεις λόγω συντηρήσεων και υψηλής ζήτησης στην Ασία. Η Νορβηγία παραμένει ο πιο σταθερός προμηθευτής, ενώ το Κατάρ επεκτείνει το North Field, με νέα δυναμικότητα που θα φανεί μετά το 2026–2028. Η Αλγερία και η Αίγυπτος αντιμετωπίζουν προκλήσεις στην παραγωγή και τις εξαγωγές.
Η ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης στηρίζεται σε τρεις βασικούς πυλώνες: τις ροές από τη Νορβηγία, τις εισαγωγές LNG από τις ΗΠΑ και το Κατάρ, και τους περιφερειακούς κόμβους LNG στην Ελλάδα, την Κροατία και την Ιταλία. Αυτοί οι κόμβοι επιτρέπουν την ανακατανομή φορτίων και τη διοχέτευση LNG προς την ενδοχώρα της Ευρώπης.
Ο δείκτης TTF θα καθορίζει αν τα φορτία LNG θα κατευθυνθούν προς την Ευρώπη ή την Ασία, με τις υψηλές τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας να επηρεάζουν τον Ευρωπαίο καταναλωτή.