Ο Jim Simons δεν υπήρξε απλώς ένας επιτυχημένος επενδυτής. Ήταν ο άνθρωπος που απέδειξε ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές μπορούν να «λυθούν» όπως ένας κρυπτογραφημένος κώδικας — αρκεί να γνωρίζεις πού να κοιτάξεις. Με απόδοση 66% ετησίως επί τρεις δεκαετίες, το Medallion Fund της Renaissance Technologies έκανε αυτό που θεωρούνταν αδιανόητο: μεταμόρφωσε ένα αρχικό κεφάλαιο λίγων χιλιάδων δολαρίων σε περιουσία 31 δισ. και έβαλε τα θεμέλια της επανάστασης των quants.

Σήμερα, σε μια εποχή όπου κάθε hedge fund, κάθε επενδυτική τράπεζα και κάθε retail επενδυτής διαθέτει εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης, το ερώτημα παραμένει: πώς ο Simons διατήρησε το προβάδισμα όταν όλοι είχαν πρόσβαση στα ίδια μέσα;

Όπως θυμίζει ο Charlie Garcia στο Market Watch, ο Simons ξεκίνησε ως μαθηματικός και κρυπτογράφος, αναλύοντας σοβιετικούς κώδικες στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η βασική του ανακάλυψη ήταν απλή αλλά επαναστατική: το χρηματιστήριο μοιάζει περισσότερο με κρυπτογραφημένο σήμα παρά με οικονομικό αφήγημα. Όταν απομακρύνθηκε από την ακαδημαϊκή έρευνα, ίδρυσε το Renaissance Technologies σε μια ταπεινή τοποθεσία στο Λονγκ Άιλαντ, μακριά από τη Γουόλ Στριτ — και μακριά από τις προκαταλήψεις της. Δεν ήθελε αναλυτές με εμπειρία στην αγορά. Ήθελε μαθηματικούς, φυσικούς, γλωσσολόγους, αστροφυσικούς. Ανθρώπους που θα έβλεπαν τα δεδομένα «καθαρά», χωρίς στερεότυπα.

Το ξεκίνημα ήταν δύσκολο. Ο Simons έχασε χρήματα σε εμπορεύματα, σε νομίσματα, σε ομόλογα. Παρ’ όλα αυτά συνέχισε. Και όταν η ομάδα του άρχισε να μελετά τα δεδομένα ανά πεντάλεπτο — όχι ανά ημέρα — εμφανίστηκαν μοτίβα που κανείς άλλος δεν μπορούσε να εντοπίσει. Από εκεί ξεκίνησε η χιονοστιβάδα.

Οι αλγόριθμοι του Medallion δεν προσπαθούσαν να κατανοήσουν τις εταιρείες ή την οικονομία. Προσπαθούσαν να εντοπίσουν μικροσκοπικά, επαναλαμβανόμενα μοτίβα κίνησης των τιμών. Ορισμένα είχαν λογική. Πολλά δεν είχαν καμία — αλλά ήταν στατιστικά αξιόπιστα. Το fund εκτελούσε εκατομμύρια συναλλαγές σε ταχύτητες αδιανόητες για τον άνθρωπο. Η επιτυχία δεν ήταν 100% ακρίβεια — ήταν 50,75% επιτυχία σε αμέτρητες συναλλαγές, αρκετή ώστε το πλεονέκτημα να συσσωρεύεται. Τόσο μεγάλο ήταν το προβάδισμα του Medallion ώστε το fund αναγκάστηκε να περιορίσει το μέγεθός του στα 10 δισ. δολάρια· παραπάνω, θα επηρέαζε την αγορά και θα χάλαγε τα δικά του μοτίβα. Το υπόλοιπο είναι ιστορία: 66% ετήσια απόδοση για δεκαετίες, κυριολεκτικά ασύλληπτη επίδοση για οποιονδήποτε άλλον επενδυτή της εποχής.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, η Wall Street προσπάθησε να τον μιμηθεί. Φυσικοί από το MIT, ειδικοί τεχνητής νοημοσύνης, αστρονόμοι, γλωσσολόγοι — όλοι κατέληξαν σε hedge funds από Two Sigma μέχρι Citadel. Και πράγματι, τα quant funds πέτυχαν εξαιρετικές επιδόσεις. Αλλά δεν πέτυχαν όσα το Medallion. Γιατί; Επειδή το πλεονέκτημα του Simons δεν ήταν μόνο τα δεδομένα ή οι αλγόριθμοι. Ήταν ο συνδυασμός: της κουλτούρας επιστημονικής αυστηρότητας, της μυστικότητας, της πλήρους αποσύνδεσης από την «ψυχολογία της αγοράς», και της αποφασιστικότητας να αγνοεί κάθε αφήγημα. Ακόμη και σήμερα, με την τεχνητή νοημοσύνη παντού, κανείς δεν έχει καταφέρει να επαναλάβει το σύνολο των επιδόσεων του Medallion.

Ο Jim Simons δεν είδε ποτέ τον εαυτό του ως trader. Έβλεπε τον κόσμο ως έναν γρίφο που άξιζε να λυθεί. Και ενώ εκείνος προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει αυτόν τον γρίφο, τα δισεκατομμύρια άρχισαν — σχεδόν ως παράπλευρη συνέπεια — να συσσωρεύονται. Σήμερα, στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, της υπερπληροφόρησης και των «έξυπνων» αγορών, το μεγαλύτερο μάθημά του παραμένει επίκαιρο: Τα εργαλεία μπορεί να είναι διαθέσιμα σε όλους — αλλά η σκέψη δεν είναι. Αυτός είναι και ο λόγος που, δεκαετίες μετά, το Medallion παραμένει μοναδικό. Και η κληρονομιά του Simons παραμένει όχι απλώς οικονομική, αλλά πνευματική: η απόδειξη ότι η διαφορετική ματιά — και όχι η υιοθέτηση μιας μόδας — είναι εκείνη που αλλάζει τον κόσμο.