Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανακοίνωσε επίσημα την έναρξη ενός νέου κεφαλαίου στην ιστορία του ενιαίου νομίσματος, εγκρίνοντας τη συνέχιση του φιλόδοξου έργου για το ψηφιακό ευρώ. Μετά από δύο χρόνια προετοιμασίας και τεχνικής μελέτης, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε να προχωρήσει από τη φάση σχεδιασμού στη φάση υλοποίησης, με στόχο τη δημιουργία ενός σύγχρονου, ασφαλούς και ευρωπαϊκού μέσου ψηφιακής πληρωμής.

Η απόφαση αυτή έρχεται λίγες εβδομάδες μετά τη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωζώνης, όπου οι Ευρωπαίοι ηγέτες ζήτησαν επιτάχυνση των εργασιών, αναγνωρίζοντας ότι η ψηφιακή μορφή του ευρώ είναι πλέον στρατηγική ανάγκη. Το ψηφιακό ευρώ θα λειτουργεί παράλληλα με τα μετρητά, διατηρώντας την ιδιωτικότητα και την ευκολία που προσφέρουν, ενώ θα προσαρμόσει τα χαρακτηριστικά τους στη νέα εποχή των ηλεκτρονικών συναλλαγών.

Η Κριστίν Λαγκάρντ τόνισε ότι «το ευρώ, το κοινό μας νόμισμα, αποτελεί σύμβολο ενότητας» και πρόσθεσε ότι η ΕΚΤ εργάζεται για να το καταστήσει “κατάλληλο για το μέλλον”, εκσυγχρονίζοντας τα τραπεζογραμμάτια και προετοιμάζοντας την εισαγωγή ψηφιακών μετρητών. Στόχος είναι να διαφυλαχθεί η νομισματική κυριαρχία της Ευρώπης απέναντι σε εξωευρωπαϊκούς κολοσσούς των πληρωμών και να ενισχυθεί η οικονομική ασφάλεια των πολιτών.

Το νέο μέσο θα προάγει την καινοτομία, τη διαφάνεια και τη συμπερίληψη, δημιουργώντας συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού στον ευρωπαϊκό χώρο πληρωμών. Αν το νομοθετικό πλαίσιο εγκριθεί μέσα στο 2026, η πρώτη πιλοτική άσκηση θα μπορούσε να ξεκινήσει στα μέσα του 2027, με πλήρη κυκλοφορία του ψηφιακού ευρώ να αναμένεται γύρω στο 2029.

Στη μεταβατική περίοδο, το Ευρωσύστημα θα κινηθεί με ευελιξία ώστε να ευθυγραμμίζεται με την πρόοδο της νομοθετικής διαδικασίας. Το έργο θα βασιστεί σε τρεις πυλώνες: τεχνική ετοιμότητα, συμμετοχή της αγοράς και στήριξη της νομοθεσίας. Ο Πιέρο Τσιπολόν, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, υπογράμμισε ότι «δεν πρόκειται για τεχνικό έργο αλλά για συλλογική προσπάθεια που θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος».

Το ψηφιακό ευρώ θα μειώσει το κόστος συναλλαγών, θα ευνοήσει την καινοτομία και θα ενδυναμώσει τον ανταγωνισμό. Το συνολικό κόστος ανάπτυξης του έργου υπολογίζεται γύρω στα 1,3 δισ. ευρώ έως την πρώτη έκδοση, ενώ η ετήσια λειτουργία του εκτιμάται σε περίπου 320 εκατ. ευρώ από το 2029 και μετά. Το Ευρωσύστημα θα καλύψει το ποσό, όπως ήδη πράττει για την παραγωγή των τραπεζογραμματίων ευρώ, τα οποία θεωρούνται δημόσιο αγαθό.

Από το 2020 έως το 2023, το Ευρωσύστημα προχώρησε σε εκτενή έρευνα χρηστών και συνεργασία με την αγορά, εξετάζοντας σενάρια λειτουργίας, τεχνικές λύσεις και επιπτώσεις. Η ανάλυση έδειξε ότι το ψηφιακό ευρώ θα μπορούσε να ενισχύσει τον ανταγωνισμό στον τομέα των πληρωμών, επιτρέποντας στους παρόχους υπηρεσιών να επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους σε όλη τη ζώνη του ευρώ χωρίς την ανάγκη ιδίων δικτύων.

Η ΕΚΤ, ανταποκρινόμενη στα αιτήματα των ευρωπαϊκών θεσμών, παρείχε τεχνικές αξιολογήσεις που έδειξαν ότι το νέο σύστημα είναι ασφαλές, αποδοτικό και προσαρμοσμένο στις ανάγκες των πολιτών. Η ολοκλήρωση της προπαρασκευαστικής φάσης αποτελεί σημείο καμπής για το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς με το ψηφιακό ευρώ, η Ευρώπη επιχειρεί να φέρει τη σταθερότητα των μετρητών στην ψηφιακή εποχή, διασφαλίζοντας ότι οι πολίτες θα συνεχίσουν να έχουν άμεσες, ασφαλείς και δημόσιες επιλογές πληρωμής σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία.