Σε μια περίοδο όπου η τιμή του χρυσού παραμένει κοντά στα ιστορικά του υψηλά και οι αγορές παρακολουθούν με δέος την ανθεκτικότητα του πολύτιμου μετάλλου απέναντι στη νομισματική αστάθεια, οι κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως προχώρησαν σε νέα εντυπωσιακή ενίσχυση των αποθεμάτων τους. Αυτή η εξέλιξη προφανώς τροφοδοτεί την παραμονή των τιμών σε υψηλά επίπεδα.

Σύμφωνα με νέα έκθεση του World Gold Council, μόνο τον Οκτώβριο οι κεντρικές τράπεζες διεθνώς αγόρασαν 53 τόνους χρυσού, καταγράφοντας άνοδο 36% σε σχέση με τον Σεπτέμβριο. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μηνιαία καθαρή ζήτηση της φετινής χρονιάς, επιβεβαιώνοντας τη δυναμική του πολύτιμου μετάλλου. Είναι χαρακτηριστικό ότι το νέο «ράλι» αγορών σημειώθηκε σε ένα διάστημα που η τιμή του χρυσού βρισκόταν στο… ταβάνι, γεγονός που υποδηλώνει ότι το ενδιαφέρον των κεντρικών τραπεζών δεν είναι συγκυριακό αλλά βαθιά στρατηγικό.

Αν και πρόκειται για ποσότητα σχετικά περιορισμένη σε απόλυτα μεγέθη, η συμβολή της αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου κύματος αναζήτησης ασφάλειας στο καταφύγιο του χρυσού. Συνολικά, από τον Ιανουάριο έως και τον Οκτώβριο του 2025, οι καθαρές αγορές χρυσού από τις κεντρικές τράπεζες έχουν φτάσει τους 254 τόνους, σύμφωνα με το WGC, μια επίδοση που επιβεβαιώνει ότι «η ζήτηση δεν είναι συγκυριακή αλλά στρατηγική, εν μέσω οικονομικής και γεωπολιτικής αβεβαιότητας».

Η «ορμητική» πορεία του Οκτωβρίου καθοδηγήθηκε κατά κύριο λόγο από λίγες και συγκεκριμένες κεντρικές τράπεζες, με πρωταγωνίστρια την Κεντρική Τράπεζα της Πολωνίας, η οποία ξεκίνησε και πάλι δυναμικά τις αγορές μετά από παύση πολλών μηνών. Η Πολωνία πρόσθεσε 16 τόνους χρυσού, ανεβάζοντας το συνολικό απόθεμα στα 531 τόνους, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 26% του συνολικού αποθεματικού της — μετά και τη μείωση της έκθεσης σε άλλα νομίσματα ή στοιχεία ενεργητικού.

Αξιοσημείωτες αγορές καταγράφηκαν και από κεντρικές τράπεζες αναδυόμενων κρατών, όπως η Βραζιλία (με 16 τόνους), το Ουζμπεκιστάν, η Ινδονησία, η Τουρκία, η Τσεχία, το Καζακστάν, η Γκάνα, οι Φιλιππίνες και η Κίνα, που παραμένει σταθερός αγοραστής του πολύτιμου μετάλλου. Αυτή η πολυμορφία υπογραμμίζει ότι η ζήτηση δεν προέρχεται μόνον από παραδοσιακές «χρυσές δυνάμεις», αλλά και από χώρες που αναθεωρούν στρατηγικά τα αποθεματικά τους.

Ειδικά όσον αφορά την Τουρκία, η γειτονική χώρα συνέχισε και τον Οκτώβριο την επιθετική ενίσχυση των αποθεμάτων της, παραμένοντας μία από τις πιο δραστήριες κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως. Σύμφωνα με την έκθεση, η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας (CBRT) προχώρησε σε νέες καθαρές αγορές 3 τόνων χρυσού τον Οκτώβριο, μετά τους 2 τόνους του Ιουλίου και τους 6 τόνους του Μαΐου, ενισχύοντας περαιτέρω τον ρυθμό συσσώρευσης που ακολουθεί σταθερά μέσα στο 2025. Έτσι, τα επίσημα αποθεματικά χρυσού της χώρας διαμορφώθηκαν στους 641,28 τόνους το τρίτο τρίμηνο του 2025, επιβεβαιώνοντας την Τουρκία ως μία από τις μεγαλύτερες κρατικές «δεξαμενές» χρυσού παγκοσμίως. Αυτή η τάση αποτελεί ουσιαστικά στρατηγική για την θωράκιση της χώρας απέναντι στη συναλλαγματική αστάθεια της λίρας, τον υψηλό πληθωρισμό και τις γεωπολιτικές πιέσεις.

Οι λόγοι που οδηγούν σε αυτό το νέο «χρυσό κύμα» αγορών είναι πολλαπλοί. Πρώτον, με την παγκόσμια οικονομία να αντιμετωπίζει πληθωριστικές πιέσεις, επιτοκιακή αβεβαιότητα και γεωπολιτικά ρίσκα, ο χρυσός — με την ιστορική του ιδιότητα ως ασφαλές καταφύγιο — επανέρχεται στο προσκήνιο. Δεύτερον, η έρευνα του WGC για την περίοδο 2025 δείχνει ότι το 95% των διαχειριστών αποθεματικών κεντρικών τραπεζών αναμένει περαιτέρω αύξηση των αποθεμάτων μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Τρίτον, η συνεχιζόμενη συγκέντρωση αγορών από αναδυόμενες οικονομίες — που συχνά έχουν υψηλότερη ευπάθεια σε συναλλαγματικές διακυμάνσεις, πληθωρισμό και νομισματικές κρίσεις — δείχνει πως ο χρυσός λειτουργεί ως ασφάλεια έναντι νομισματικών και χρηματοοικονομικών κινδύνων.

Η καταγραφή των τελευταίων μηνών αποδεικνύει κάτι κρίσιμο: η ζήτηση για χρυσό δεν είναι πλέον προνόμιο ιδιωτών ή hedge funds. Πρόκειται για κεντρικούς φορείς που, με ορίζοντα δεκαετιών, επενδύουν με γνώμονα τη σταθερότητα, όχι το εύκολο κέρδος. Αυτό δίνει στο πολύτιμο μέταλλο μια βαθύτερη διάσταση — αυτή της «ασφάλειας» ενός κρατικού αποθέματος. Για τους επενδυτές, η αυξημένη συμμετοχή των κεντρικών τραπεζών λειτουργεί σαν ισχυρό σήμα: αν θεσμικοί φορείς με πρόσβαση σε κρίσιμες πληροφορίες εμπιστεύονται τον χρυσό ως πυλώνα αποθεματικής αξίας, τότε υπάρχει σοβαρό έρεισμα για να εξεταστεί ξανά — και με στρατηγικό, μακροπρόθεσμο ορίζοντα — η προσθήκη χρυσού στα χαρτοφυλάκια.

Ταυτόχρονα, η πίεση στη προσφορά του μετάλλου γίνεται χειροπιαστή: με τις εξορύξεις να αποδίδουν περίπου 3.000–3.500 τόνους ετησίως, οι αγορές από το κράτος — που πλέον απορροφούν σημαντικό τμήμα της νέας παραγωγής — περιπλέκουν τη σχέση προσφοράς-ζήτησης, καθιστώντας τον χρυσό πιο σπάνιο και άρα πιο πολύτιμο. Το τελευταίο αιτιολογεί γιατί οι περισσότεροι αναλυτές εξακολουθούν να υιοθετούν bullish πρόβλεψη για την πορεία των τιμών, θεωρώντας πως η τωρινή κάμψη είναι πρόσκαιρη. Συγκεκριμένα «βλέπουν» τον χρυσό να διαπραγματεύεται μεταξύ 4.400 και 4.950 δολαρίων ανά ουγγιά την επόμενη χρονιά, με μερικές εκτιμήσεις να τον «σπρώχνουν» ακόμη και προς τα 5.000 δολάρια ανά ουγγιά.