Διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής αγοράς καταθέσεων, οι οποίες έχουν άμεσες επιπτώσεις στο ύψος και την εξέλιξη των καταθετικών επιτοκίων, προκύπτουν από την κλαδική έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού στις τραπεζικές καταθέσεις. Η έρευνα καταγράφει περιορισμένη, καθυστερημένη και άνιση μετακύλιση των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ στους καταθέτες, καθώς και αυξημένη συγκέντρωση ρευστότητας σε προϊόντα χαμηλής απόδοσης. Τα ευρήματα συνδέονται με την ολιγοπωλιακή δομή της αγοράς, την υπερβάλλουσα ρευστότητα των τραπεζών και την περιορισμένη κινητικότητα των καταναλωτών, παράγοντες που περιορίζουν την ένταση του ανταγωνισμού.

Η ενδιάμεση αυτή Έκθεση αποτυπώνει τη διάρθρωση του κλάδου τραπεζικών καταθέσεων, την προσφορά και τη ζήτηση, εξετάζει αναλυτικά τις παραμέτρους που καθορίζουν το ύψος των επιτοκίων και καταγράφει την πορεία των επιτοκίων καταθετικών λογαριασμών για την περίοδο 2019 έως τις αρχές του 2025. Ειδικότερα, η Έκθεση καταγράφει προβληματισμούς και διαπιστώσεις που σχετίζονται με την επίδραση στη διαμόρφωση του ύψους των επιτοκίων:

  • την ολιγοπωλιακή δομή της αγοράς και των υψηλών εμποδίων εισόδου,
  • την υπερβάλλουσα ρευστότητα των τραπεζών, η οποία ενδέχεται να στερεί από τις τράπεζες το κίνητρο να ενσωματώνουν πληρέστερα και ταχύτερα τυχόν αυξήσεις των επιτοκίων πολιτικής της ΕΚΤ,
  • την αδράνεια των καταναλωτών ως προς την αναζήτηση και ενδεχόμενη αλλαγή παρόχου, η οποία μπορεί να εδραιώσει την ήδη ολιγοπωλιακή δομή της αγοράς.

Η κλαδική έρευνα καταδεικνύει ότι:

  • η αύξηση των καταθέσεων την εξεταζόμενη περίοδο αφορά κυρίως καταθέσεις υψηλής ρευστότητας και χαμηλής απόδοσης,
  • η μετακύλιση των αυξήσεων των επιτοκίων πολιτικής της ΕΚΤ στα επιτόκια καταθέσεων υπήρξε περιορισμένη, καθυστερημένη και άνιση,
  • το κόστος ευκαιρίας της διακράτησης τραπεζικών καταθέσεων παραμένει υψηλό, ενισχύοντας τη στροφή των καταθετών σε εναλλακτικές τοποθετήσεις,
  • η δομή και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής τραπεζικής αγοράς δεν ευνοούν την ανάπτυξη έντονου ανταγωνισμού στα καταθετικά επιτόκια.

Με βάση τα ανωτέρω, η Έκθεση καταλήγει σε διαπιστώσεις και προτάσεις που αποσκοπούν να ενισχύσουν τη διαφάνεια, τη συγκρισιμότητα των καταθετικών προϊόντων και την κινητικότητα των καταθετών, καθώς και την αποτελεσματικότερη μετακύλιση των μεταβολών της νομισματικής πολιτικής προς όφελος των καταναλωτών. Οι προτάσεις αυτές αποσκοπούν στη βελτίωση της λειτουργίας του ανταγωνισμού στην αγορά τραπεζικών καταθέσεων και, κατ’ επέκταση, στη στήριξη της αποταμίευσης και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Συγκεκριμένα, η Επιτροπή Ανταγωνισμού προτείνει:

  1. Ενίσχυση ανταγωνισμού μέσω νέων εισόδων και επεκτάσεων (π.χ. Attica/Credia Bank, συνεταιριστικές τράπεζες, Viva Bank), με στόχο την πίεση για καλύτερα επιτόκια.
  2. Δημιουργία κρατικών αποταμιευτικών λογαριασμών τύπου Livret A/LEP (γαλλικό μοντέλο), με κρατικά καθοριζόμενο επιτόκιο, ως συμπληρωματικό εργαλείο χρηματοδότησης του κρατικού προϋπολογισμού και ενίσχυσης αποδόσεων για μικροκαταθέτες, με την επιφύλαξη αξιολόγησης της δυνατότητας εφαρμογής και της σχετικής δημοσιονομικής αποτελεσματικότητας.
  3. Ανάπτυξη γνήσιων αποταμιευτικών προϊόντων (π.χ. fidelity premium όπως στο Βέλγιο), που επιβραβεύουν τη διακράτηση κεφαλαίων με προνομιακό επιτόκιο, προσφέροντας ισορροπία μεταξύ απόδοσης και ευελιξίας έναντι της ισχύουσας κατάστασης.
  4. Αύξηση κινητικότητας καταθετών με καλύτερη ενημέρωση και σύγκριση επιτοκίων (δημοσιεύσεις ΤτΕ, ιστοσελίδες σύγκρισης), απλοποίηση/προώθηση της «αλλαγής παρόχου», πιθανή επέκτασή της σε επιχειρήσεις και, μακροπρόθεσμα, διερεύνηση φορητότητας αριθμού λογαριασμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο.