Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, εξέφρασε την αντίθεσή του σε μία πιθανή μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ μέχρι το τέλος του έτους. Σε δηλώσεις του στο πρακτορείο ΜΝΙ, ανέφερε ότι «βρισκόμαστε σε σημείο ισορροπίας. Επομένως, γιατί να μειώσουμε τα επιτόκια; Αυτό είναι ένα ερώτημα. Αν συνεχίσει να υποχωρεί ο πληθωρισμός, τότε θα το σκεφτούμε». Διευκρίνισε ότι, παρά τα επιχειρήματα που συνηγορούν σε υποχώρηση του πληθωρισμού και των ρυθμών ανάπτυξης, δεν βιάζονται να συμπεράνουν ότι πρέπει να μειωθούν τα επιτόκια στην επόμενη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου.
Ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι η προσέγγιση της ΕΚΤ, η οποία βασίζεται στα διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία και έχει ορίζοντα από συνεδρίαση σε συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου, αποτελεί στρατηγική διαχείρισης κινδύνου σε μια περίοδο υψηλής αβεβαιότητας. Απορρίπτοντας την άποψη ότι αυτή η προσέγγιση είναι σχεδιασμένη για προληπτική μείωση των επιτοκίων, δήλωσε: «Αν μία μείωση των επιτοκίων δεν πρόκειται να αλλάξει την κατάσταση, τότε γιατί να την κάνω;»
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το αν η ΕΚΤ θα πρέπει να στραφεί σε πιο «διευκολυντική» νομισματική πολιτική, ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι η δημοσιονομική πολιτική θα είναι πολύ επεκτατική, καθώς οι χώρες της ΕΕ θα πρέπει να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες για να προσεγγίσουν το 5% του ΑΕΠ και να προβούν σε σημαντικές δαπάνες για την πράσινη μετάβαση. «Ποιος ο λόγος να στραφούμε σε διευκολυντική νομισματική πολιτική τη στιγμή που αναμένουμε ότι η δημοσιονομική πολιτική θα είναι, αν όχι εκρηκτική, τουλάχιστον επεκτατική;» ανέφερε.
Τέλος, εκτίμησε ότι υπάρχουν κίνδυνοι που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε άνοδο του πληθωρισμού, επισημαίνοντας τη διατηρησιμότητα του χρέους και τις πολιτικές πιέσεις στην κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ να μειώσει περαιτέρω τα επιτόκιά της, παρά την επιμονή του πληθωρισμού. «Αν ο πληθωρισμός επιταχυνθεί περαιτέρω [στις ΗΠΑ], μπορεί να αυξηθούν οι τιμές των εισαγομένων παγκοσμίως. Μάλιστα, η αύξηση των αποδόσεων των μακροπρόθεσμων ομολόγων μπορεί να σηματοδοτεί αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο» κατέληξε.