Σε ένα αβέβαιο μέλλον και ένα περίπλοκο τοπίο, η Fed, όπως αναμενόταν, μείωσε χθες για τρίτη συνεχόμενη φορά τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης, φτάνοντας στο 3,50%-3,75%. Η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ανοικτής Αγοράς (FOMC), υπεύθυνη για την αμερικανική νομισματική πολιτική, δεν έχει φανεί ποτέ τόσο διχασμένη στην πρόσφατη ιστορία της όσον αφορά την ερμηνεία των δεδομένων και τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθηθεί, κάτι που είχε να συμβεί από το 2019.

Οι τρεις διαφωνούντες δεν συμφώνησαν στην κατεύθυνση: οι αρνητικές ψήφους προήλθαν από τον πρόεδρο της Fed του Κάνσας, Τζέφρι Σμιτ, και τον πρόεδρο της Fed του Σικάγο, Όσταν Γκούλσμπι, οι οποίοι δεν ήθελαν καθόλου μείωση, προσπαθώντας να περιορίσουν τον πληθωρισμό, ο οποίος παραμένει κοντά στο 3%, παρά τον στόχο της κεντρικής τράπεζας να τον μειώσει στο 2%. Η τρίτη αρνητική ψήφος προήλθε από τον Στίβεν Μίραν, ο οποίος διορίστηκε τον Σεπτέμβριο από τον Ντόναλντ Τραμπ και τάχθηκε υπέρ της μείωσης κατά 50 μονάδες βάσης, σύμφωνα με τις παροτρύνσεις του Λευκού Οίκου.

Ο πρόεδρος Τραμπ δεν έχει κρύψει την επιθυμία του για ριζικές μειώσεις των επιτοκίων, κάτι που θα σήμαινε χαμηλότερα επιτόκια στα στεγαστικά δάνεια, για την αγορά αυτοκινήτων και ιδιαίτερα στις πιστωτικές κάρτες. Αυτό θα ανακούφιζε τους Αμερικανούς καταναλωτές, οι οποίοι παραπονιούνται για το αυξανόμενο κόστος ζωής, λόγω και των δασμών στις εισαγωγές που αποφάσισε η κυβέρνηση Τραμπ. Τα χαμηλότερα επιτόκια θα μείωναν επίσης το βάρος στον προϋπολογισμό των ΗΠΑ, καθώς θα υπήρχαν λιγότερες πληρωμές τόκων για τα νεοεκδοθέντα κρατικά ομόλογα.

Η απόφαση έγινε δεκτή με ικανοποίηση από τις αγορές, καθώς οι βασικοί δείκτες στη Γουόλ Στρητ ενισχύθηκαν. Η ανακούφιση έγινε επίσης αισθητή στην αγορά ομολόγων, με την απόδοση του δεκαετούς ομολόγου του αμερικανικού δημοσίου να μειώνεται στο 4,155%.

Η μείωση των επιτοκίων ανταποκρίνεται σε τρεις αντίθετες ανάγκες: πρώτον, εάν η Fed δεν το είχε κάνει, θα έστελνε στις αγορές ένα σήμα κινδύνου για τη μελλοντική απόδοση του πληθωρισμού και της αγοράς εργασίας. Δεύτερον, η μείωση είχε σκοπό να στείλει ένα σήμα αισιοδοξίας, καθώς ο απερχόμενος πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, απέκλεισε οποιαδήποτε προοπτική αντιστροφής της νομισματικής πολιτικής το 2026. Το τρίτο στοιχείο είναι η επιθυμία να δοθεί ένα μήνυμα προσοχής για τους επόμενους μήνες, καθώς τον Μάιο θα γίνει η παράδοση της εξουσίας από τον Πάουελ στον νέο επικεφαλής της Fed, ο οποίος αναμένεται να είναι κοντά στον πρόεδρο Τραμπ.

Επικρατέστερος θεωρείται ο οικονομικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου, Κέβιν Χάσετ, ο οποίος είχε υποστηρίξει ότι υπάρχει περιθώριο για σημαντική μείωση των επιτοκίων. Αυτή η δήλωση ικανοποίησε τον Λευκό Οίκο, αλλά προκάλεσε αμφιβολίες σχετικά με την πιθανότητα διατήρησης της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας από την πολιτική εξουσία. Ορισμένοι επενδυτές ανησυχούν ότι ο Χάσετ, ως νέος πρόεδρος της Fed, μπορεί να εφαρμόσει επιθετικές μειώσεις επιτοκίων, προκαλώντας νέα έξαρση του πληθωρισμού.

Οι θεσμικοί επενδυτές στην αγορά ομολόγων των ΗΠΑ, αξίας 30 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, ανησυχούν για την πιθανότητα αυτή. Ο υπουργός Οικονομικών του Τραμπ, Σκοτ Μπέσεντ, ανακοίνωσε ότι θα έχει συνομιλίες με όλους τους υποψηφίους τις επόμενες ημέρες, ενώ ο Τραμπ σχεδιάζει να ανακοινώσει την εκλογή του τον Ιανουάριο.

Οι αξιωματούχοι της Fed, στο έγγραφο που περιγράφει τη μείωση των επιτοκίων, αύξησαν επίσης την πρόβλεψή τους για την ανάπτυξη του ΑΕΠ για το 2026 στο 2,3% από 1,8% προηγουμένως. Ο πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί στο 2,4% το 2026, στο 2,1% το 2027 και στο 2% το 2028. Ωστόσο, αυτές οι προβλέψεις επιβαρύνονται από τις αβεβαιότητες που περιβάλλουν τον πιθανό αντίκτυπο της σταδιακής εισαγωγής της τεχνητής νοημοσύνης στον μεταποιητικό τομέα.

Μια μικρή έκπληξη προήλθε από την έμφαση που έδωσε η Fed στην απόφασή της να ξεκινήσει «αγορές βραχυπρόθεσμων τίτλων του Δημοσίου, όταν είναι απαραίτητο, για τη διατήρηση επαρκών αποθεματικών ανά πάσα στιγμή», μετά τις πρόσφατες μειώσεις, κάτι που θα μπορούσε να σηματοδοτήσει πιθανές εντάσεις στο τραπεζικό μέτωπο.

Η ΕΚΤ πρέπει να αντιμετωπίσει δύο αντίθετα μέτωπα: από τη μία πλευρά, τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες ακολουθούν τη δική τους πορεία, και από την άλλη, την Κίνα, η οποία έχει ήδη εκτρέψει μέρος της παραγωγικής της ικανότητας στην ΕΕ. Η ευρωπαϊκή οικονομία προχωρά πιο αργά από την αμερικανική, εν μέρει λόγω των ρυθμιστικών περιορισμών στην ΕΕ. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την ΕΚΤ να διατηρεί σταθερά τα επιτόκια για μεγάλο χρονικό διάστημα, παραιτούμενη από πιθανά κίνητρα ανάπτυξης σε ένα περιβάλλον ελεγχόμενου πληθωρισμού.