Η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά παρουσιάζει έντονη μεταβλητότητα και βραχυπρόθεσμες ρευστοποιήσεις στις τελευταίες συνεδριάσεις, καθώς οι επενδυτές προχωρούν σε κατοχυρώσεις κερδών μετά από μια εντυπωσιακή 11μηνη άνοδο, που έχει οδηγήσει τον Γενικό Δείκτη σε απόδοση 35,7%. Ο Οκτώβριος έκλεισε με απώλειες 1,92%, υποδεικνύοντας μια αναμενόμενη διόρθωση πριν από το «κλείσιμο των βιβλίων» στα τέλη του έτους και το επικείμενο rebalancing των δεικτών MSCI στις 5 Νοεμβρίου.
Σύμφωνα με αναλυτές, η αγορά παραμένει ελκυστική για τους διεθνείς επενδυτές και βρίσκεται σε φάση ωρίμανσης και αναδιάταξης, με τη μεταβλητότητα να είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της διαδικασίας. Η τρέχουσα περίοδος αναμένεται να συνοδευτεί από ισχυρές διακυμάνσεις, κυρίως λόγω της προσαρμογής χαρτοφυλακίων ενόψει αλλαγών στη σύνθεση του MSCI Greece Standard Index, καθώς και λόγω των κινήσεων θεσμικών επενδυτών που επιθυμούν να «κλειδώσουν» τις αποδόσεις τους για το 2025.
Ο Νοέμβριος αναμένεται να είναι μήνας αυξημένων συναλλαγών, εναλλαγών θέσεων και κατοχύρωσης κερδών, πριν από το φινάλε μιας χρονιάς που ήδη καταγράφεται ως μία από τις πιο αποδοτικές της τελευταίας δεκαετίας. Η διαμόρφωση του 2026 θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη μετάβαση στην κατηγορία των ανεπτυγμένων αγορών και την ικανότητα του ελληνικού χρηματιστηρίου να διατηρήσει το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών σε βάθος χρόνου.
Η ελληνική αγορά έχει εισέλθει σε νέα τροχιά, καθώς ξεκίνησε η διαδικασία μετάβασης από «αναδυόμενη» σε «ανεπτυγμένη» αγορά, μετά την απόφαση της FTSE Russell να αναβαθμίσει την Ελλάδα στην κατηγορία των Developed Markets από τον Σεπτέμβριο του 2026. Αυτή η κίνηση, που συμπίπτει με αντίστοιχη πρόταση από την S&P Dow Jones Indices, θεωρείται ορόσημο για την εγχώρια κεφαλαιαγορά, καθώς ενισχύει το διεθνές κύρος της και ανοίγει τον δρόμο για την είσοδο funds που επενδύουν αποκλειστικά σε «ώριμες» οικονομίες.
Ωστόσο, η αναβάθμιση συνοδεύεται από μία μακρά περίοδο εναλλαγής θέσεων. Τα passive funds που επενδύουν σε αναδυόμενες αγορές θα αποχωρήσουν σταδιακά, ενώ τα νέα επενδυτικά σχήματα με παρουσία στις ανεπτυγμένες αγορές θα χρειαστούν χρόνο για να κατευθυνθούν με ασφάλεια προς την Αθήνα. Αυτή η μεταβατική φάση μπορεί να αυξήσει τη βραχυπρόθεσμη μεταβλητότητα, αλλά και να δημιουργήσει ευκαιρίες για επιλεκτικούς επενδυτές.
Η αναδιάρθρωση των δεικτών του MSCI αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς θα ανακοινωθεί το βράδυ της 5ης Νοεμβρίου και το rebalancing θα πραγματοποιηθεί στις 24 Νοεμβρίου. Η Τράπεζα Κύπρου συγκεντρώνει τα περισσότερα βλέμματα, καθώς εκτιμάται ότι θα μπορούσε να αποτελέσει τη δέκατη μετοχή που θα ενταχθεί στον δείκτη MSCI Greece Standard, πλαισιώνοντας τις ήδη υπάρχουσες: Εθνική, Eurobank, Πειραιώς, Alpha Bank, ΟΠΑΠ, ΟΤΕ, Metlen, ΔΕΗ και Jumbo.
Η πιθανή ένταξη της Τρ. Κύπρου αναμένεται να φέρει σημαντικές εισροές στη μετοχή, παρέχοντας πρόσθετη στήριξη στον τραπεζικό δείκτη και ευρύτερα στο ταμπλό. Παράλληλα, η σταθερή εικόνα των τραπεζών και η βελτίωση της κερδοφορίας τους ενισχύουν την εμπιστοσύνη των ξένων χαρτοφυλακίων, τα οποία εξακολουθούν να βλέπουν την Ελλάδα ως αγορά με ισχυρή ανάπτυξη και περιθώρια αποδόσεων πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Οι κινήσεις κατοχύρωσης κερδών που παρατηρούνται από τα μέσα Οκτωβρίου δεν θεωρούνται ανησυχητικές από τους αναλυτές, αλλά αντ' αυτού αντικατοπτρίζουν μια υγιή αναπροσαρμογή μετά το 11μηνο ράλι, με αρκετές μετοχές να αποτιμώνται πλέον σε πολυετή υψηλά. Τα θεμελιώδη μεγέθη των εισηγμένων παραμένουν ισχυρά, με τις τράπεζες να συνεχίζουν να ενισχύουν την κερδοφορία τους και τις υποδομές να παραμένουν κινητήριος μοχλός.
Η αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας, με προβλέψεις για ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ στο 2,2%-2,3% το 2025-2026, λειτουργεί ως σταθερός πυλώνας στήριξης. Παράλληλα, το δημοσιονομικό προφίλ της χώρας έχει βελτιωθεί σημαντικά, ενώ η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και η προοπτική χαμηλότερων επιτοκίων από την ΕΚΤ δημιουργούν θετικό υπόβαθρο για τις αγορές.
Ωστόσο, η ελληνική αγορά εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις σχετικά με τη ρευστότητα και περιορισμένο «βάθος» στις καθημερινές συναλλαγές, στοιχεία που την καθιστούν πιο ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς. Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι, οι πιθανές μεταβολές στη νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών και η αστάθεια των διεθνών χρηματιστηρίων μπορεί να επιφέρουν προσωρινές πιέσεις.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, η τάση παραμένει ανοδική σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, καθώς οι αποτιμήσεις των ελληνικών μετοχών εξακολουθούν να βρίσκονται κάτω από τα επίπεδα των υπόλοιπων ευρωπαϊκών αγορών. Επομένως, υπάρχει χώρος για να μειωθεί ή και να μηδενιστεί το discount. Τέλος, οι εταιρικές αναδιαρθρώσεις που επιχειρούνται με στόχο τη δημιουργία μεγαλύτερων, πιο ανταγωνιστικών «σχημάτων» έχουν ως αποτέλεσμα την προσωρινή αποσύνδεση του Χ.Α. από τη διεθνή ανοδική τάση.
Οι επενδυτές εξακολουθούν να τηρούν στάση αναμονής, με τους fund managers να επικεντρώνονται στη διατήρηση των αποδόσεων που έχουν ήδη πετύχει, παρά στην ανάληψη ρίσκου, ενόψει των προκλήσεων που «βαραίνουν» το εγχώριο επενδυτικό περιβάλλον. Ως εκ τούτου, οι βραχυπρόθεσμοι καταλύτες της αγοράς φαίνεται να υποχωρούν, ενώ η κόπωση που καταγράφεται απαιτεί ένα διάστημα «αποσυμπίεσης» πριν επανέλθει το θετικό μομέντουμ.