Οι ελληνικές τράπεζες εισέρχονται στο 2026 με ισχυρές προοπτικές στα έσοδα από τόκους, περιορισμένη πίεση από τις μειώσεις επιτοκίων και βελτιωμένη ποιότητα ενεργητικού, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Morningstar DBRS για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο. Ο οίκος αξιολόγησης χαρακτηρίζει το 2026 ως ένα έτος Goldilocks για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, δηλαδή μια περίοδο όπου το περιβάλλον είναι σε ιδανική ισορροπία: ούτε υπερβολικά ευνοϊκό ώστε να δημιουργεί φούσκες, ούτε αρνητικό ώστε να πιέζει την κερδοφορία.
Η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες όπου η πιστωτική επέκταση και η δυναμική ανάπτυξη —άνω του 2% για το 2026— λειτουργούν ως στήριγμα για την κερδοφορία των τραπεζών, την ώρα που ολόκληρη η Ευρώπη βιώνει επιβράδυνση εξαιτίας εμπορικών τριβών και γεωπολιτικής αβεβαιότητας.
Η Morningstar προβλέπει ότι το 2026 θα είναι έτος σταθεροποίησης για τα NIMs (καθαρά έσοδα από τόκους), καθώς η καθοδική πορεία του 2025 αγγίζει πλέον «πάτο» και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να τηρήσει στάση αναμονής. Για την Ελλάδα, όπου κυριαρχούν τα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, οι μειώσεις επιτοκίων απορροφώνται με χρονική υστέρηση 6–12 μηνών — άρα η επίδρασή τους στην κερδοφορία του 2026 θα είναι περιορισμένη. Αυτό σημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα συνεχίσουν να απολαμβάνουν υψηλά καθαρά έσοδα από τόκους, ειδικά σε συνδυασμό με τη θετική πιστωτική επέκταση και τα εισοδήματα από hedges και carry trades που ευνοούνται από την πιο απότομη καμπύλη επιτοκίων.
Στο σχετικό διάγραμμα της DBRS, η Ελλάδα εμφανίζει από τα υψηλότερα NIMs της Ευρώπης για το πρώτο μισό του 2025 και σταθεροποιητική τάση μετά από δύο χρόνια ανόδου.
Στο σκέλος της ποιότητας ενεργητικού, ο οίκος καταγράφει ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν πλέον προσεγγίσει ευρωπαϊκά επίπεδα, μετά την ολοκλήρωση των μεγάλων τιτλοποιήσεων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Η Ελλάδα ανήκει στις χώρες όπου οι δείκτες NPL έχουν υποχωρήσει σε ιστορικά χαμηλά, ενώ οι τράπεζες εξακολουθούν να διατηρούν υψηλά management overlays στα αποθέματα προβλέψεων για την αντιμετώπιση πιθανών κινδύνων. Οι αναλυτές του οίκου υπολογίζουν ότι, παρότι το 2026 αναμένεται μια ήπια αύξηση στο κόστος κινδύνου σε ευρωπαϊκό επίπεδο —καθώς τελειώνει ο κύκλος των πολύ χαμηλών προβλέψεων— δεν προβλέπεται ουσιαστική επιδείνωση για την Ελλάδα. Η σταθερή πορεία της οικονομίας, η χαμηλή ανεργία και η αποκλιμάκωση των επιτοκίων λειτουργούν ως «δίχτυ ασφαλείας» για τα χαρτοφυλάκια.
Στο διάγραμμα της DBRS, η Ελλάδα εμφανίζεται με σταθεροποιημένο κόστος κινδύνου (CoR), με την αξιολόγηση να σημειώνει ότι η ποιότητα ενεργητικού έχει ενισχυθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, καθώς οι τράπεζες έχουν πλέον μειώσει τα NPLs σε επίπεδα συγκρίσιμα με αυτά των ευρωπαίων ομολόγων τους.
Η Morningstar DBRS επισημαίνει ότι η εφαρμογή των μεταβατικών κανόνων του CRR3 από 1/1/2025 είχε ανομοιογενείς επιδράσεις στα κεφαλαιακά αποθέματα των ευρωπαϊκών τραπεζών —από -80 έως +260 μονάδες βάσης— ωστόσο συνολικά το σύστημα παραμένει καλά κεφαλαιοποιημένο. Οι ελληνικές τράπεζες, με ισχυρή οργανική κεφαλαιακή δημιουργία και περιορισμένη πίεση από risk-weighted assets, παραμένουν εντός ασφαλών ορίων και δεν εμφανίζουν κινδύνους απότομης υποχώρησης των δεικτών CET1 το 2026.
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις αγορές όπου η τραπεζική συγκέντρωση έχει αποκτήσει δυναμική. Ο οίκος επισημαίνει ότι η Eurobank έχει επεκτείνει το αποτύπωμά της στην Κύπρο, ενώ συνολικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι τράπεζες αναζητούν μεγαλύτερη κλίμακα, διαφοροποίηση και ενίσχυση των εσόδων από προμήθειες και asset management. Παρότι η ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση παραμένει ελλιπής, με αποτέλεσμα οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις να είναι σπάνιες, η DBRS βλέπει περαιτέρω κίνηση εντός των αγορών όπου η κερδοφορία είναι υψηλή — όπως η ελληνική.
Για το σύνολο του ευρωπαϊκού συστήματος, η DBRS διατηρεί ουδέτερη θεμελιώδη αξιολόγηση, με τις αναβαθμίσεις να παραμένουν περισσότερες από τις υποβαθμίσεις (26% έναντι 4% το 2025). Οι κίνδυνοι αφορούν: πιθανή διόρθωση αποτιμήσεων σε αγορές που κινούνται σε ιστορικά υψηλά, εμπορικές τριβές και γεωπολιτικές εντάσεις, επίμονα υψηλές τιμές ενέργειας στην Ευρώπη, και αυξημένη πολιτική παρέμβαση σε ορισμένες αγορές M&A. Ωστόσο, η σταθεροποίηση επιτοκίων, η ανάπτυξη στις οικονομίες της περιφέρειας (μεταξύ αυτών και η Ελλάδα) και η ώθηση από την τεχνητή νοημοσύνη στις λειτουργίες των τραπεζών συνθέτουν ένα «ήπια ευνοϊκό» 2026.