Ο υπουργός Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Σκοτ Μπέσεντ, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να αναθεωρηθεί στο μέλλον ο στόχος πληθωρισμού της Federal Reserve, εφόσον η αμερικανική οικονομία επανέλθει βιώσιμα στο σημερινό όριο του 2%. «Μόλις επιστρέψουμε στο 2% -και πιστεύω ότι αυτό θα είναι σύντομα ορατό- τότε μπορούμε να κάνουμε τη συζήτηση, μήπως είναι πιο έξυπνο να υπάρχει ένα εύρος;» δήλωσε ο Μπέσεντ σε συνέντευξή του στο All-In Podcast. «Αφού ξαναγίνει αξιόπιστη η αγκύρωση στον στόχο, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για ένα εύρος». Το εύρος αυτό θα μπορούσε να κυμαίνεται, ενδεικτικά, μεταξύ 1,5% και 2,5% ή ακόμη και 1% με 3%. «Υπάρχει μια πολύ σοβαρή συζήτηση που μπορεί να γίνει», ανέφερε.

Η Fed υιοθέτησε επίσημα τον στόχο του 2% το 2012, έναν στόχο που ακολουθούν και πολλές άλλες κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως. Ο Μπέσεντ χαρακτήρισε «παράλογη» την ιδέα της απόλυτης ακρίβειας δεκαδικών μονάδων, ωστόσο προειδοποίησε ότι οποιαδήποτε αλλαγή στόχου όσο ο πληθωρισμός παραμένει υψηλότερος θα μπορούσε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι «κάθε φορά που ξεπερνάς το όριο, απλώς το ανεβάζεις». Η συνέντευξη καταγράφηκε μετά τη δημοσίευση των στοιχείων για τον δείκτη τιμών καταναλωτή του Νοεμβρίου, που έδειξαν ετήσια αύξηση 2,7%. Η Fed παρακολουθεί κυρίως τον δείκτη τιμών προσωπικής κατανάλωσης (PCE), ο οποίος αυξήθηκε κατά 2,8% στο δωδεκάμηνο έως τον Σεπτέμβριο.

Ο υπουργός Οικονομικών αναγνώρισε ότι η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών δοκιμάζεται, επισημαίνοντας ότι η δυσαρέσκεια αυτή αποτυπώθηκε και στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου, όπου οι Ρεπουμπλικανοί κατέγραψαν απώλειες. «Καταλαβαίνουμε ότι οι Αμερικανοί πολίτες πιέζονται», δήλωσε, υποστηρίζοντας ότι το επίπεδο τιμών έχει αυξηθεί υπερβολικά, εξέλιξη που απέδωσε στην πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν. Κατά τον ίδιο, ο πληθωρισμός αρχίζει πλέον να αποκλιμακώνεται, εν μέρει λόγω της πτώσης των ενοικίων, τα οποία είχαν αυξηθεί απότομα λόγω της εισροής παράτυπων μεταναστών. Παρότι ορισμένοι οικονομολόγοι εκτίμησαν ότι τα πρόσφατα στοιχεία του CPI ενδέχεται να επηρεάστηκαν από μεθοδολογικά προβλήματα, ο Μπέσεντ τα χαρακτήρισε «αρκετά ακριβή», σημειώνοντας ότι δείκτες πραγματικού χρόνου δείχνουν αποκλιμάκωση σε τομείς όπως η ενέργεια.

Ο Μπέσεντ υποστήριξε επίσης ότι η σταθεροποίηση ή και η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος θα μπορούσε να στηρίξει χαμηλότερα επιτόκια. Αναφέρθηκε στο παράδειγμα της Γερμανίας πριν από το ευρώ, όταν η Bundesbank δεχόταν χαμηλότερα επιτόκια με αντάλλαγμα συνετή δημοσιονομική πολιτική από την κυβέρνηση. «Είναι κάτι που θα μπορούσαμε να κάνουμε και εδώ», σημείωσε, προσθέτοντας ότι στο παρελθόν το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών είχε πιο άμεσο ρόλο στη χάραξη νομισματικής πολιτικής. «Αν σταθεροποιήσουμε το έλλειμμα ή το μειώσουμε, αυτό θα συμβάλει στον αποπληθωρισμό», είπε.

Τέλος, ο Μπέσεντ, ο οποίος επιβλέπει τη διαδικασία επιλογής διαδόχου του Τζερόμ Πάουελ από τον Ντόναλντ Τραμπ, επανέλαβε την κριτική του για τη διόγκωση του ισολογισμού της Fed μετά την πανδημία. Αν και χαρακτήρισε τα προγράμματα αγορών περιουσιακών στοιχείων χρήσιμο εργαλείο σε έκτακτες συνθήκες, υποστήριξε ότι η διάρκειά τους «ξεπέρασε κατά πολύ το αναγκαίο όριο».