Οι εισαγωγές όπλων έχουν αυξηθεί σχεδόν σε κάθε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Σύμφωνα με τα στοιχεία για το 2025 του Διεθνούς Ινστιτούτου Έρευνας για την Ειρήνη (SIPRI), η Ευρώπη αντιπροσωπεύει πλέον το 28% των παγκόσμιων εισαγωγών όπλων. Μεταξύ 2020 και 2024, οι εισαγωγές όπλων από ευρωπαϊκές χώρες αυξήθηκαν κατά 155% σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο (2015-2019).

«Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η οποία ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια, τον Φεβρουάριο του 2022, αποτελεί σημαντικό παράγοντα που συμβάλλει στον επανεξοπλισμό», λένε Ευρωπαίοι διπλωμάτες. Τονίζουν επίσης την «αβεβαιότητα σχετικά με τη δυνατότητα να βασιστεί η Ευρώπη στην υποστήριξη των ΗΠΑ από την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία πέρα από τον Ατλαντικό». Ήδη, η Ευρώπη είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εισαγωγέας στρατιωτικού εξοπλισμού στον κόσμο, πίσω από την Ασία και την Ωκεανία (33%), αλλά μπροστά από τη Μέση Ανατολή (27%). Συγκριτικά, κατά την προηγούμενη περίοδο 2015-2019, η Γηραιά Ήπειρος αντιπροσώπευε μόνο το 11% των παγκόσμιων εισαγωγών όπλων.

Σε επίπεδο ΕΕ, η Πολωνία είναι στην 14η θέση της παγκόσμιας κατάταξης εισαγωγών οπλικών συστημάτων με 2,4% του συνόλου, μπροστά από την Ολλανδία (17η, 1,8%), την Ελλάδα (19η, 1,3%), την Ιταλία (24η, 1,1%), τη Δανία (31η, 0,9%) ή τη Ρουμανία (32η, 0,8%).

Η σύγκριση των δεδομένων του SIPRI για τις περιόδους 2015-2019 και 2020-2024 αποκαλύπτει μια συνολική τάση: τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης. Μεταξύ των δύο αυτών περιόδων, τα 22 από τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ αύξησαν δραματικά τις δαπάνες για εισαγόμενο στρατιωτικό εξοπλισμό, κυρίως από τις ΗΠΑ. Το 53% των όπλων που εισήχθησαν στις ευρωπαϊκές χώρες τα τελευταία πέντε χρόνια προήλθε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε σύγκριση με 6,8% από τη Γερμανία και 5,3% από τη Γαλλία.

Τα τελευταία 11 χρόνια, το ΝΑΤΟ έχει θέσει δύο στόχους αμυντικών δαπανών για τα μεμονωμένα κράτη μέλη: Αρχικά, το 2014, στη Σύνοδο Κορυφής της Ουαλίας, η Συμμαχία έθεσε ως στόχο το 2% του ΑΕΠ για τις αμυντικές δαπάνες. Τον περασμένο Ιούνιο όμως, στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Χάγη, αποφασίστηκε ότι κάθε μέλος θα πρέπει να φτάσει το 5% του ΑΕΠ έως το 2035, με τουλάχιστον το 3,5% να διατίθεται αυστηρά σε στρατιωτικά στοιχεία και το υπόλοιπο σε υποδομές διπλής χρήσης (πολιτικές και στρατιωτικές).

Η πίεση για αύξηση του αμυντικού προϋπολογισμού των χωρών μελών του ΝΑΤΟ προήλθε, και στις δύο περιπτώσεις, από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες αντικειμενικά από μόνες τους αποτελούν τον μεγαλύτερο συνεισφέροντα στην αμυντική αρχιτεκτονική της Συμμαχίας. Ωστόσο, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι τα ευρωπαϊκά κράτη από μόνα τους αντιπροσωπεύουν το 18% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών, με τις ΗΠΑ να προηγούνται με 36%.

Εξετάζοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι 27 διέθεσαν 343 δισεκατομμύρια ευρώ σε αμυντικές δαπάνες το 2024, μια καθαρή αύξηση 19% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας (EDA) προβλέπει ότι φέτος, το ποσό αυτό θα φτάσει τα 381 δισεκατομμύρια ευρώ, που ισοδυναμεί με μέσο όρο 2,1% του ΑΕΠ. Ωστόσο, σύμφωνα με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτές οι προσπάθειες δεν επαρκούν για να επιτευχθεί το όριο του 5% που έχει ορίσει το ΝΑΤΟ: θα χρειαστούν 630 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως από όλες τις Νατοϊκές χώρες στην Ευρώπη.

Ο επανεξοπλισμός της Ευρώπης γίνεται άλλωστε σε μια περίοδο που οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον πρόεδρο Τραμπ βρίσκονται σε μια στρατηγική μετατόπιση. Απομακρύνονται από την Ευρώπη και στρέφουν την προσοχή τους στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού. Όπως λέει ο Αυστριακός στρατιωτικός ιστορικός και συγγραφέας Μουαμέρ Μπετσίροβιτς, αυτή τη στιγμή γινόμαστε μάρτυρες των συνεπειών μιας τάσης που βρίσκεται σε εξέλιξη από τη δεκαετία του 2000 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια μικρή αλλά επίμονη ηγετική ομάδα στην Ουάσιγκτον υποστηρίζει ότι «με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η δουλειά μας στην Ευρώπη έχει τελειώσει». Το βασικό τους επιχείρημα είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν διαθέτουν τόσο τους βιομηχανικούς όσο και τους δημοσιονομικούς πόρους, για να διατηρήσουν μια ηγεμονική ισορροπία δυνάμεων, ταυτόχρονα στην Ευρώπη και στην Ασία. Πρέπει τώρα να γίνει μια επιλογή, και αυτή η επιλογή ευνοεί την Ασία επειδή η Κίνα, ο πραγματικός αντίπαλος, βρίσκεται εκεί.

Η πρόσφατα δημοσιευμένη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ αντικατοπτρίζει αυτή τη γραμμή – λιγότερα στρατεύματα στην Ευρώπη, λιγότερες δεσμεύσεις στη Μέση Ανατολή και σαφή εστίαση στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού. «Η βασική ομάδα γύρω από τον πρόεδρο Τραμπ δεν θέλει τη διεξαγωγή πολέμων υψηλού κινδύνου όπως έκανε ο Τζορτζ Μπους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Θεωρούν ότι το Δυτικό Ημισφαίριο – η Βόρεια και Νότια Αμερική συν τη Γροιλανδία – είναι η βασική σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ. Η Ασία περιλαμβάνεται επίσης επειδή η ισορροπία δυνάμεων εκεί είναι τόσο εύθραυστη που οι ΗΠΑ θα έπρεπε να συμμετάσχουν σε περίπτωση πολέμου», λέει ο Μπετσίροβιτς.

Αυτή η στρατηγική ακούγεται ακραία, αλλά είναι καλά μελετημένη. «Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να επεκτείνουν τη βιομηχανική τους βάση σε λίγα μόνο χρόνια σε σημείο που να μπορούν να ανταγωνιστούν τη μαζική παραγωγή σύγχρονων οπλικών συστημάτων της Κίνας, και έχουν ολοένα και λιγότερο οικονομικό περιθώριο. Έτσι, πρέπει να λάβουν δύσκολες αποφάσεις. Αυτό που κάνουν τώρα είναι βάναυσο: κόβουν το ένα χέρι για να σώσουν το υπόλοιπο σώμα τους. Αποσύρονται εν μέρει από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή για να μπορέσουν να υπερασπιστούν την Ασία», καταλήγει ο Μπετσίροβιτς.

Ο Αυστριακός ιστορικός είναι σαφής: «Η Ουάσιγκτον θέλει να διατηρήσει την ηγεμονία της στην Ευρώπη, αλλά το τίμημα για αυτό πρέπει τώρα να πληρώσουν οι Ευρωπαίοι». Ο Μπετσίροβιτς, είναι ο συγγραφέας μιας εξαιρετικής βιογραφίας του Αυστριακού καγκελάριου Κλέμενς φον Μέτερνιχ, από τους πιο σκληροπυρηνικούς διπλωμάτες και πολιτικούς της Ευρώπης, στις αρχές του 19ου αιώνα. Πώς θα έβλεπε ο Μέτερνιχ τη σημερινή ευρωπαϊκή πολιτική; «Θα σοκαριζόταν βαθιά. Ο Μέτερνιχ πάντα αντιλαμβανόταν την τάξη από την οπτική γωνία μιας πιθανής κατάρρευσης. Από μια πιθανή μελλοντική καταστροφή, έβγαζε μαθήματα για το παρόν. Για τον Μέτερνιχ, για παράδειγμα, θα ήταν εντελώς αδιανόητο η Ευρώπη να παραχωρήσει τις διαπραγματεύσεις για το μέλλον της σε μια μη ευρωπαϊκή δύναμη – τις ΗΠΑ. Το ότι η ειρηνευτική διαδικασία στην Ουκρανία λαμβάνει χώρα με τον de facto αποκλεισμό της Ευρώπης, θα το ερμήνευε ως πνευματική συνθηκολόγηση. Ο Μέτερνιχ θα έλεγε: Όσο η Ρωσία δεν μπορεί να ηττηθεί, πρέπει να ζούμε με τη Ρωσία ως γείτονα. Αυτό σημαίνει: εξισορρόπηση δυνάμεων όσον αφορά την πολιτική ισχύος. Αλλά όσο η Ευρώπη δεν είναι σε θέση να έχει στρατιωτικό βάρος, οποιαδήποτε πολιτική τάξης είναι απλή ρητορική.