Το Ασφαλιστικό δεν είναι (ακόμα) το μεγαλύτερο πρόβλημα που καλείται να αντιμετωπίσει η χώρα, καθώς έχουν προηγηθεί δύο σημαντικές μεταρρυθμίσεις το 2015 και το 2020, οι οποίες έχουν αλλάξει τα δεδομένα. Προ δεκαετίας, θεσμοθετήθηκαν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης που ισχύουν μέχρι σήμερα, δηλαδή το 62ο έτος με 40 χρόνια ασφάλισης και το 67ο έτος με 15ετία. Παράλληλα, πραγματοποιήθηκε μια δομική παρέμβαση στις συνταξιοδοτικές διατάξεις, που επέτρεπαν σε χιλιάδες ασφαλισμένους να βγαίνουν στη σύνταξη (υπό προϋποθέσεις) σε μικρότερη ηλικία. Έτσι, έχουν απομείνει ελάχιστες περιπτώσεις που μπορούν να αξιοποιηθούν, κυρίως για όσους είχαν ενταχθεί στον δημόσιο τομέα έως την 31η Δεκεμβρίου 1992 και είχαν προσληφθεί σε πολύ μικρή ηλικία.

Στη συνέχεια, το 2020, έγινε ξεχωριστή παρέμβαση με τον ασφαλιστικό «νόμο Βρούτση» (ν.4670/20). Καταβλήθηκε προσπάθεια για τη βελτίωση των ποσοστών αναπλήρωσης, βάσει των οποίων προκύπτουν τα τελικά ποσά στις συντάξεις. Πράγματι, υπήρξαν βελτιώσεις και για χρόνο ασφάλισης άνω των 30 ετών, ενώ ακόμα μεγαλύτερες βελτιώσεις έγιναν για χρόνο ασφάλισης άνω των 40 ετών, που όμως αφορούν ελάχιστους ασφαλισμένους.

Ως αποτέλεσμα αυτών των δύο σημαντικών παρεμβάσεων, διαπιστώθηκε ότι δεν χρειάζεται να αυξηθούν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης το 2027, έτος επανελέγχου της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Οι αναλογιστικές προβολές που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί επιτρέπουν στο υπουργείο Εργασίας να δεσμευτεί ότι το 2027 θα διατηρηθούν «παγωμένα» τα όρια ηλικίας. Επιπλέον, το 2027 είναι έτος βουλευτικών εκλογών, εκτός αν ο πρωθυπουργός αποφασίσει διαφορετικά.

Ο επόμενος έλεγχος του ασφαλιστικού συστήματος έχει προγραμματιστεί για το 2030. Με βάση σχετική νομοθετική διάταξη, έχει υπάρξει σύνδεση με το προσδόκιμο ζωής, επομένως ο επανέλεγχος θα είναι τριετής για να διαπιστωθεί αν απαιτείται παρέμβαση στα όρια ηλικίας.

Σε κάθε περίπτωση, οι επόμενες αποφάσεις για το ασφαλιστικό σύστημα και τον χρόνο συνταξιοδότησης θα επηρεαστούν από το δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα. Καθώς οι γεννήσεις μειώνονται, οι μελλοντικοί εργαζόμενοι θα είναι λιγότεροι. Αντίθετα, όσο το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται, οι ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών θα είναι περισσότεροι και θα πιέζουν το ασφαλιστικό σύστημα για τις παροχές που δικαιούνται, κυρίως τις συντάξεις τους. Αν δεν υπάρξουν δραστικές θετικές αλλαγές στο πεδίο της μετανάστευσης, είναι δύσκολο να διατηρηθούν τα ίδια όρια ηλικίας στο μέλλον. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ΟΟΣΑ, στην πρόσφατη έκθεσή του, ανέφερε ότι οι σημερινοί νέοι, ηλικίας έως 22 ετών, θα βιώσουν αύξηση του ορίου ηλικίας από τα 62 στα 66 έτη, κάποια στιγμή στο μέλλον.