Το Ταμείο Ανάκαμψης έχει λειτουργήσει ως ισχυρός επιταχυντής για την ελληνική οικονομία, υποστηρίζοντας την ανάπτυξη, τις επενδύσεις και τη δημοσιονομική σταθερότητα σε μια περίοδο πολλαπλών κρίσεων. Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει είναι τι θα στηρίξει την οικονομία όταν ολοκληρωθεί αυτός ο έκτακτος ευρωπαϊκός μηχανισμός.

Στην Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2025, η Τράπεζα της Ελλάδος προσπαθεί να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, σκιαγραφώντας έναν οδικό χάρτη πολιτικών που στοχεύουν στη διατηρήσιμη ανάπτυξη μετά το Ταμείο, εστιάζοντας στην παραγωγικότητα, τις επενδύσεις και τη θεσμική αξιοπιστία.

Η παραγωγικότητα είναι το κλειδί. Παρά τη βελτίωση των μακροοικονομικών μεγεθών, η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει σημαντικά χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, περιορίζοντας τις δυνατότητες διατηρήσιμης ανάπτυξης και πραγματικής σύγκλισης των εισοδημάτων. Η ΤτΕ επισημαίνει ότι χωρίς ουσιαστική αύξηση της παραγωγικότητας, οι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης των τελευταίων ετών δεν μπορούν να διατηρηθούν. Για το λόγο αυτό, ζητά εμβάθυνση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, με στόχο την ενίσχυση του ανταγωνισμού και την καλύτερη κατανομή των πόρων.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη λειτουργία των θεσμών. Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του Δημοσίου, η ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, καθώς και η σταθερότητα των κανόνων, θεωρούνται κρίσιμοι παράγοντες που επηρεάζουν άμεσα την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων και την προσέλκυση επενδύσεων.

Η έκθεση συνδέει άμεσα την παραγωγικότητα με την ποιότητα των επενδύσεων. Η στροφή προς επενδύσεις υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης και των ψηφιακών τεχνολογιών, καθώς και η αναβάθμιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού θεωρούνται προϋποθέσεις για τη βελτίωση της συνολικής παραγωγικότητας.

Η Τράπεζα της Ελλάδος προειδοποιεί ότι οι αυξήσεις μισθών, όσο αναγκαίες και αν είναι για τη στήριξη των εισοδημάτων, πρέπει να συμβαδίζουν με την εξέλιξη της παραγωγικότητας, ώστε να μην υπονομευθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μέσω αύξησης του μοναδιαίου κόστους εργασίας.

Η Τράπεζα της Ελλάδος υπογραμμίζει ότι, παρά την καλή επίδοση στην απορρόφηση κοινοτικών κονδυλίων, μόνο περίπου το ένα τρίτο των διαθέσιμων πόρων του RRF έχει φτάσει στην πραγματική οικονομία. Αυτό καθιστά αναγκαία την επιτάχυνση της υλοποίησης των επενδυτικών έργων, ώστε να μεγιστοποιηθούν οι αναπτυξιακές τους επιδράσεις πριν από τη λήξη του προγράμματος.

Η έκθεση επισημαίνει επίσης την ανάγκη αξιοποίησης των επόμενων ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως τα Πολυετή Δημοσιονομικά Πλαίσια και τα ειδικά ταμεία για την περίοδο 2026-2032, με στόχο τη στήριξη της εξωστρέφειας, της πράσινης μετάβασης και των στρατηγικών υποδομών.

Στο πεδίο της φορολογικής πολιτικής, η ΤτΕ προκρίνει τη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος και τη χρήση στοχευμένων κινήτρων, όπως επιταχυνόμενες αποσβέσεις και φορολογικές εκπτώσεις για επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη. Επισημαίνει τη σημασία της μείωσης του μη μισθολογικού κόστους εργασίας, ώστε να ενισχυθούν τα κίνητρα για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας χωρίς απώλεια ανταγωνιστικότητας.

Η συγκράτηση του ενεργειακού κόστους και η απλοποίηση των αδειοδοτικών διαδικασιών αναφέρονται επίσης ως κρίσιμοι παράγοντες για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.

Η έκθεση δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, σε ένα περιβάλλον διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών που παραμένουν ευμετάβλητες. Πέρα από τον τραπεζικό δανεισμό, η ΤτΕ υπογραμμίζει τη σημασία των κεφαλαιαγορών, των μικροπιστώσεων και των εναλλακτικών χρηματοδοτικών εργαλείων, ιδίως για μικρομεσαίες και νεοφυείς επιχειρήσεις.

Ταυτόχρονα, επισημαίνεται ότι οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να διατηρήσουν τις ισχυρές επιδόσεις τους, τόσο για να στηρίξουν τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας όσο και για να ενισχύσουν περαιτέρω την ανθεκτικότητά τους απέναντι σε μελλοντικές αναταράξεις.

Στο κοινωνικό πεδίο, η Τράπεζα της Ελλάδος τονίζει ότι οι αυξήσεις μισθών πρέπει να συμβαδίζουν με την παραγωγικότητα, ώστε να αποφεύγεται η διάβρωση της ανταγωνιστικότητας. Προτείνει πολιτικές για την αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό γυναικών, νέων, μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων και συνταξιούχων.

Το δημογραφικό πρόβλημα και η δυσκολία πρόσβασης σε προσιτή κατοικία αναδεικνύονται ως κρίσιμες προκλήσεις. Η έκθεση προκρίνει παρεμβάσεις στην πλευρά της προσφοράς στέγης, με απλοποίηση των πολεοδομικών και αδειοδοτικών διαδικασιών, καθώς και μέτρα στήριξης των νέων οικογενειών.

Τέλος, η ΤτΕ επισημαίνει ότι η διατήρηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους αποτελεί προϋπόθεση για όλες τις παραπάνω πολιτικές. Η συνέχιση της αποκλιμάκωσης του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, σε συνδυασμό με τη συμμόρφωση στο νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο, ενισχύει την αξιοπιστία της χώρας και περιορίζει τους μελλοντικούς κινδύνους.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η έκθεση τάσσεται υπέρ της εμβάθυνσης της τραπεζικής ένωσης, της δημιουργίας ένωσης αποταμιεύσεων και επενδύσεων και της αξιοποίησης της εμπειρίας του NextGenerationEU, ακόμη και μέσω ενός μόνιμου ευρωπαϊκού επενδυτικού μηχανισμού.

Το πλαίσιο προτάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος συνθέτει έναν συνεκτικό οδικό χάρτη για τη μετά Ταμείου Ανάκαμψης εποχή. Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν υπάρχουν τα εργαλεία, αλλά αν θα υπάρξει η αναγκαία ταχύτητα και συνέπεια στην εφαρμογή τους.