Η υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος, Χριστίνα Παπακωνσταντίνου, υποστηρίζει την ενίσχυση της συμπληρωματικής ασφάλισης σε αποκλειστική συνέντευξή της στη «Ν». Τονίζει ότι ένας μακροπρόθεσμος και ολιστικός εθνικός σχεδιασμός για τον ρόλο του κλάδου στην οικονομία και την κοινωνία θα μπορούσε να περιλαμβάνει τη θεσμοθέτηση νέων φορολογικών κινήτρων.
Ως αρμόδια υποδιοικήτρια της ΤτΕ για την εποπτεία των ασφαλιστικών εταιρειών, εκφράζει θετική στάση για τη σύμπραξη ιδιωτικού και δημόσιου τομέα (ΣΔΙΤ) με στόχο τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης των ασφαλιστηρίων υγείας μέσω δημόσιων νοσοκομείων. Επιπλέον, αναφέρει ότι η τιμολόγηση υπηρεσιών υγείας βάσει DRGs θα μπορούσε να εξεταστεί και για την Ελλάδα.
Αναφερόμενη στις διεθνείς γεωπολιτικές απειλές, επισημαίνει την ανάγκη διαρκούς επαγρύπνησης των εποπτικών αρχών. Σχολιάζοντας τα κρυπτονομίσματα, αναφέρει ότι το 2027 θα αναθεωρηθεί η Οδηγία «Φερεγγυότητα ΙΙ», ενσωματώνοντας κεφαλαιακές απαιτήσεις για επενδύσεις σε κρυπτονομίσματα.
Σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ), τονίζει ότι η ανάγκη για τεχνολογικό μετασχηματισμό των ασφαλιστικών εταιρειών μπορεί να οδηγήσει σε αναδιάρθρωση του κλάδου. Η ΑΙ θα ενισχύσει τις εποπτικές διαδικασίες, αλλά αναγνωρίζει και τους κινδύνους που σχετίζονται με την έλλειψη διαφάνειας και την πρόσβαση σε ασφαλιστικά προϊόντα.
Η υποδιοικήτρια προτρέπει τις ασφαλιστικές εταιρείες να συμμετάσχουν ενεργά στην ανάπτυξη, διοχετεύοντας τις αποταμιεύσεις τους σε παραγωγικές τοποθετήσεις. Σημειώνει ότι η ασφαλιστική αγορά στην Ελλάδα έχει ωφεληθεί από φορολογικά κίνητρα στο παρελθόν και ότι η λήψη νέων μέτρων θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο ενός εθνικού σχεδιασμού.
Η συμπληρωματική ασφάλιση στην Ελλάδα είναι περιορισμένη, καθώς οι περισσότεροι πολίτες στηρίζονται στο δημόσιο σύστημα. Η γήρανση του πληθυσμού καθιστά αναγκαία την ενίσχυση της συμπληρωματικής ασφάλισης, με στόχο την αύξηση της συμμετοχής του πληθυσμού σε ιδιωτικά προγράμματα.
Η υποδιοικήτρια αναγνωρίζει ότι οι αυξήσεις στα ασφάλιστρα των ισοβίων προγραμμάτων θέτουν εκτός καλύψεων πολλούς ασφαλισμένους. Προτείνει τη χρήση διεθνών μεθόδων, όπως η τιμολόγηση υπηρεσιών υγείας με βάση DRGs και η σύμπραξη ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Οι ασφαλιστικές εταιρείες μπορούν να συμβάλλουν στην επίλυση του δημογραφικού προβλήματος, αναπτύσσοντας προϊόντα που καλύπτουν ανάγκες μακροχρόνιας φροντίδας και στήριξης οικογενειών. Η ενίσχυση της χρηματοοικονομικής εκπαίδευσης είναι επίσης κρίσιμη για την καταπολέμηση του ασφαλιστικού αναλφαβητισμού.
Η στροφή των τραπεζών προς το bancassurance απαιτεί στοχευμένες εποπτικές δράσεις για την προστασία των καταναλωτών. Η τεχνητή νοημοσύνη αναμένεται να ενισχύσει τις εποπτικές διαδικασίες και να βελτιώσει την παρακολούθηση των κινδύνων.
Τα κρυπτονομίσματα, αν και αναπτυσσόμενα, συνοδεύονται από κινδύνους. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (EIOPA) έχει προτείνει την ενσωμάτωσή τους στις κανονιστικές λεπτομέρειες της αναθεωρημένης Οδηγίας «Φερεγγυότητα ΙΙ» το 2027.
Η πιθανότητα υπερσυγκέντρωσης του κλάδου, ιδιαίτερα στις ασφαλίσεις Υγείας – Ζωής, είναι υπαρκτή, καθώς οι μεγαλύτερες ασφαλιστικές καλύπτουν το 95% της παραγωγής ασφαλίστρων. Η ανάγκη για τεχνολογικό μετασχηματισμό μπορεί να οδηγήσει σε αναδιάρθρωση του κλάδου.
Η Τράπεζα της Ελλάδος επενδύει στην τεχνητή νοημοσύνη για την ενίσχυση της εποπτείας, με στόχο την αποτελεσματική ανάλυση των δεδομένων και την αναγνώριση κινδύνων. Η διαφύλαξη της εμπιστευτικότητας και της εγκυρότητας των δεδομένων είναι επίσης προτεραιότητα.
Η τεχνητή νοημοσύνη επηρεάζει την ασφαλιστική αγορά, βελτιώνοντας την εμπειρία του πελάτη και την αποδοτικότητα των διαδικασιών. Ωστόσο, η έλλειψη διαφάνειας και η πρόσβαση σε ασφαλιστικά προϊόντα παραμένουν προκλήσεις που απαιτούν προσεκτική παρακολούθηση.