Η απόφαση του Fitch να αναβαθμίσει την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας σε «BBB» με σταθερό outlook ολοκληρώνει έναν εντυπωσιακό κύκλο τεσσάρων αναβαθμίσεων μέσα σε λιγότερο από δώδεκα μήνες. Αυτή η κίνηση αποτυπώνει μια σταθερή και ευρύτερα αναγνωρισμένη εικόνα: η ελληνική οικονομία βρίσκεται πλέον σε τροχιά σταθερής ανάπτυξης γύρω στο 2%, με δημοσιονομική επίδοση που ξεχωρίζει θετικά στο ευρωπαϊκό περιβάλλον και με χρέος σε διαρκή αποκλιμάκωση.
Στην αξιολόγησή του, ο Fitch υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα διατηρεί από τις ισχυρότερες δημοσιονομικές θέσεις στην Ευρώπη, με συνολικό πλεόνασμα για το 2024 και προοπτική θετικού ισοζυγίου και για το 2025. Η ανθεκτικότητα της οικονομίας στηρίζεται στην επιτάχυνση των επενδύσεων —ιδίως μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης— στην καλή πορεία του τουρισμού φέτος, στη βελτίωση των ισολογισμών νοικοκυριών και τραπεζών, αλλά και στη συνεχιζόμενη υποχώρηση της ανεργίας κάτω από το 10% για πρώτη φορά από το 2008.
Ωστόσο, ο οίκος επισημαίνει ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να διατηρεί το υψηλότερο χρέος στην Ευρωζώνη και αντιμετωπίζει επίμονες διαρθρωτικές προκλήσεις σε παραγωγικότητα, αποταμίευση, εξωτερικές ισορροπίες και δημογραφικά μεγέθη.
Το 2025 ήταν η χρονιά που η Ελλάδα είδε όλους τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης —και την Morningstar DBRS— να αναβαθμίζουν το αξιόχρεό της:
- DBRS Morningstar (7 Μαρτίου 2025): Από BBB (low) σε BBB, με στήριξη στη μείωση χρέους, τη σταθερή δημοσιονομική επίδοση και τη σημαντική εξυγίανση των τραπεζών.
- Moody’s (14 Μαρτίου 2025): Από Ba1 σε Baa3, επαναφέροντας τη χώρα στην επενδυτική βαθμίδα και αναγνωρίζοντας το μεταρρυθμιστικό ιστορικό, την ενίσχυση θεσμών και τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
- S&P Global Ratings (18 Απριλίου 2025): Από BBB– σε BBB, επιβεβαιώνοντας τη βελτίωση της δυναμικής του χρέους και τη θετική επίδραση των επενδυτικών έργων και μεταρρυθμίσεων.
- Fitch Ratings (13 Νοεμβρίου 2025): Η αναβάθμιση σε BBB με σταθερό outlook, η οποία ουσιαστικά «κλειδώνει» μια νέα εποχή σταθερής επενδυτικής βαθμίδας για τη χώρα.
- Scope Ratings (7 Νοεμβρίου 2025): Ο συγκεκριμένος οίκος είχε αναβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας από τα τέλη του 2024. Πριν από μία εβδομάδα δεν ανέβασε άλλο το αξιόχρεο, αλλά αναβάθμισε το outlook από σταθερό σε θετικό.
Κοινή συνισταμένη: Η Ελλάδα έχει κερδίσει τη μάχη της αξιοπιστίας στις αγορές, εμφανίζοντας σταθερότητα που πριν λίγα χρόνια φάνταζε μακρινή.
Η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών είναι θετική για την κυβέρνηση, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Μεταφράζεται σε χαμηλότερο κόστος δανεισμού για το Δημόσιο, φθηνότερη πίστωση για τις εταιρείες, καλύτερους όρους για νέες εκδόσεις εταιρικών ομολόγων και, σταδιακά, σε ηπιότερη πίεση στα επιτόκια των τραπεζικών προϊόντων. Κι όμως, στην κοινωνία η αίσθηση ότι «ο μήνας δεν βγαίνει» επιμένει.
Παρά το μακροοικονομικό success story, η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται στον πάτο της Ε.Ε. σε κατά κεφαλήν εισόδημα και αγοραστική δύναμη, πίσω ακόμη και από χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ που τα τελευταία χρόνια την έχουν προσπεράσει. Τα πραγματικά εισοδήματα πιέζονται, η αποταμίευση παραμένει από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη και το κόστος ζωής σε βασικά αγαθά, ενοίκια και υπηρεσίες είναι δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με τους μισθούς. Με άλλα λόγια: Η χώρα βαθμολογείται σήμερα καλύτερα από ποτέ, αλλά οι πολίτες δεν το νιώθουν.
Σε πρόσφατες δηλώσεις των αναλυτών των οίκων, το μήνυμα ήταν κοινό και καθαρό: η Ελλάδα έχει αφήσει πίσω της την εποχή της κρίσης, αλλά η σύγκλιση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης δεν είναι υπόθεση λίγων ετών – είναι υπόθεση δεκαετιών. Οι οίκοι επισημαίνουν συνοπτικά 4 «αγκάθια»:
- Παραγωγικότητα και επενδύσεις: Οι επενδύσεις αυξάνονται αλλά παραμένουν χαμηλότερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η παραγωγικότητα κινείται αργά, γεγονός που περιορίζει το δυνητικό ΑΕΠ.
- Εξωτερικά ελλείμματα και χαμηλή αποταμίευση: Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών παραμένει υψηλό, ενώ τα νοικοκυριά αποταμιεύουν από τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ε.Ε. Αυτό σημαίνει ότι η εγχώρια οικονομία στηρίζεται υπερβολικά σε εισαγόμενο κεφάλαιο.
- Δημογραφική συρρίκνωση: Η συρρίκνωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας προβλέπεται να επιταχυνθεί, περιορίζοντας την ανάπτυξη και αυξάνοντας τις μελλοντικές δαπάνες.
- Κληρονομιά της κρίσης και χάσμα αγοραστικής δύναμης: Παρά την ταχεία αποκλιμάκωση, το δημόσιο χρέος παραμένει το μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη. Ταυτόχρονα, η αγοραστική δύναμη των πολιτών —που βρίσκεται κοντά στο 70% του μέσου όρου της Ε.Ε.— απέχει πολύ από τα προ κρίσης επίπεδα.
Συνολικά, οι οίκοι τονίζουν ότι η Ελλάδα έχει κερδίσει την αξιοπιστία, αλλά για να κερδίσει και τη σύγκλιση χρειάζεται διαρκή ενίσχυση παραγωγικότητας, ανθρώπινου κεφαλαίου και επενδύσεων.
Η χώρα αλλάζει πίστα στις αγορές· αυτό είναι πλέον αναμφισβήτητο. Το μεγάλο ερώτημα είναι αν η νέα αυτή θέση θα μεταφραστεί στην επόμενη μεγάλη πρόκληση: την ουσιαστική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Για να συμβεί αυτό, οι οίκοι αξιολόγησης συμφωνούν ότι απαιτείται:
- Σταθερή διατήρηση των μεταρρυθμίσεων
- Μόνιμη ενίσχυση της παραγωγικότητας
- Αύξηση επενδύσεων και δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας
- Προστασία της κοινωνικής συνοχής στην πορεία των αλλαγών.
Η Ελλάδα έχει πλέον σταθερό επενδυτικό προφίλ. Το αν θα έχει και ευρωπαϊκό επίπεδο ευημερίας, θα κριθεί στον μαραθώνιο που βρίσκεται μπροστά — έναν δρόμο που, όπως δείχνουν οι πρόσφατες αναβαθμίσεις, η χώρα έχει ξαναμάθει να τρέχει.