Οι τράπεζες της Ευρωζώνης παραμένουν σημαντικά εκτεθειμένες στον κίνδυνο φυσικών καταστροφών, παρά τη μείωση της έκθεσής τους στον κίνδυνο της κλιματικής μετάβασης και την αποσύνδεση των χαρτοφυλακίων τους από τον άνθρακα. Αυτά είναι τα κύρια συμπεράσματα των τελευταίων στατιστικών στοιχείων για την κλιματική αλλαγή που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, οι δείκτες φυσικού κινδύνου αποκαλύπτουν ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της ζώνης του ευρώ είναι εκτεθειμένα σε κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα, προερχόμενους από φυσικές καταστροφές όπως πλημμύρες, ανεμοθύελλες και πυρκαγιές, καθώς και από φαινόμενα όπως οι καύσωνες και η λειψυδρία. Ειδικότερα, οι εκθέσεις που έχουν ταξινομηθεί ως υψηλού κινδύνου για δείκτες σχετικούς με τη θερμοκρασία και τις βροχοπτώσεις υπογραμμίζουν την αυξανόμενη σημασία αυτών των κινδύνων σε διάφορα κλιματικά σενάρια.
Σύμφωνα με το σενάριο υψηλών εκπομπών της ΕΚΤ, ο δείκτης βροχοπτώσεων (SPI) υποδηλώνει περαιτέρω αύξηση της έκθεσης σε υψηλό κίνδυνο, με άνοδο άνω του 20%. Μέχρι το τέλος του αιώνα, σχεδόν όλες οι εκθέσεις θα εμπίπτουν στις κατηγορίες υψηλότερου κινδύνου, αντανακλώντας τους αυξημένους κινδύνους ακραίων ατμοσφαιρικών συνθηκών.
Όσον αφορά τον δείκτη συνεχόμενων ημερών ξηρασίας (CDD), περίπου το 5% των τρεχουσών εκθέσεων σχετίζεται με οφειλέτες σε περιοχές όπου ο CDD υπερβαίνει τις 40 ημέρες, με το ποσοστό αυτό να προβλέπεται να διπλασιαστεί. Η υδατική καταπόνηση αναδεικνύεται επίσης ως σημαντικό πρόβλημα, με τις εκθέσεις υψηλού κινδύνου να αυξάνονται κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες στο απαισιόδοξο σενάριο έως το τέλος του αιώνα.
Η ΕΚΤ αναφέρει ότι οι χώρες της νότιας Ευρώπης, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Γαλλία, εκτιμάται ότι θα επηρεαστούν περισσότερο από την υδατική καταπόνηση. Ειδικότερα, η Ισπανία αναμένεται να έχει τη μεγαλύτερη αύξηση έως το 2100, με 19% στο σενάριο υψηλότερων εκπομπών.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, παρατηρείται μια συνολική πτωτική τάση της έκθεσης στον κλιματικό κίνδυνο στα χαρτοφυλάκια των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της ζώνης του ευρώ, υποδηλώνοντας μια απεξάρτηση από τον άνθρακα χωρίς μείωση του όγκου χρηματοδότησης ή επενδύσεων. Το ποσό των πράσινων ομολόγων που εκδόθηκαν στην ευρωζώνη έχει σχεδόν τετραπλασιαστεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια, φτάνοντας τα 1,74 τρισεκατομμύρια ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2025.
Ωστόσο, ο ρυθμός ανάπτυξης των πράσινων ομολόγων έχει επιβραδυνθεί, με τις συνολικές εκδόσεις να αυξάνονται κατά 10% τους τελευταίους 12 μήνες, σε σύγκριση με 20% το προηγούμενο έτος. Παρόμοιες τάσεις παρατηρούνται και στο απόθεμα χαρτοφυλακίων με πράσινα ομόλογα, το οποίο φτάνει τα 1,96 τρισεκατομμύρια ευρώ τον Ιούνιο του 2025.
Τέλος, οι τελευταίοι υπολογισμοί δείχνουν ότι κατά την περίοδο 2018-2023 οι χρηματοδοτούμενες εκπομπές από τα χαρτοφυλάκια δανείων των τραπεζών μειώθηκαν κατά 45%, ενώ οι εκπομπές από τα χαρτοφυλάκια κινητών αξιών μειώθηκαν κατά 16% κατά την περίοδο 2018-2024.