Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ευρωζώνης κατέγραψε ελαφρώς αυξημένο πλεόνασμα 23 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2025, σε σύγκριση με 22 δισ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα. Σημαντική ήταν επίσης η αύξηση στο χρηματοοικονομικό ισοζύγιο και τις άμεσες επενδύσεις. Η αύξηση κατά 1 δισ. ευρώ οφείλεται κυρίως στα πλεονάσματα στο ισοζύγιο αγαθών (30 δισ. ευρώ) και υπηρεσιών (12 δισ. ευρώ), τα οποία αντισταθμίστηκαν εν μέρει από ελλείμματα στο δευτερεύον εισόδημα (17 δισ. ευρώ) και το πρωτογενές εισόδημα (3 δισ. ευρώ).

Σε επίπεδο 12μηνου έως τον Σεπτέμβριο του 2025, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρουσίασε πλεόνασμα 306 δισ. ευρώ (2,0% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης), σε σύγκριση με πλεόνασμα 414 δισ. ευρώ (2,7% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης) το προηγούμενο έτος. Η μείωση αυτή αποδίδεται κυρίως στη μετατροπή του πλεονάσματος του πρωτογενούς εισοδήματος (51 δισ. ευρώ) σε έλλειμμα (21 δισ. ευρώ), καθώς και στην αύξηση του ελλείμματος στο δευτερογενές εισόδημα (από 164 δισ. ευρώ σε 189 δισ. ευρώ) και στη μείωση του πλεονάσματος για τις υπηρεσίες (από 168 δισ. ευρώ σε 155 δισ. ευρώ). Ωστόσο, αυτή η πτώση αντισταθμίστηκε εν μέρει από μια ελαφρώς μεγαλύτερη αύξηση στο πλεόνασμα για τα αγαθά (από 360 δισ. ευρώ σε 362 δισ. ευρώ).

Στον τομέα του χρηματοοικονομικού ισοζυγίου, οι καθαρές αγορές τίτλων χαρτοφυλακίου επενδύσεων εκτός της Ευρωζώνης από κατοίκους ανήλθαν σε 868 δισ. ευρώ, ενώ οι καθαρές αγορές τίτλων χαρτοφυλακίου της Ευρωζώνης από μη κατοίκους ανήλθαν σε 729 δισ. ευρώ κατά τη διάρκεια των 12 μηνών έως τον Σεπτέμβριο του 2025. Παρά το γεγονός ότι οι εκροές είναι μικρότερες από τις εισροές, έχει παρατηρηθεί μια σημαντική στροφή στο επενδυτικό τοπίο, καθώς πέρυσι υπήρξε κύμα αποεπενδύσεων και φέτος οι επενδύσεις είναι σε θετική κατεύθυνση.

Ειδικότερα, οι κάτοικοι της Ευρωζώνης πραγματοποίησαν καθαρές επενδύσεις ύψους 161 δισ. ευρώ σε περιουσιακά στοιχεία εκτός της ζώνης του ευρώ κατά τη διάρκεια των 12 μηνών έως τον Σεπτέμβριο του 2025, μετά από καθαρές αποεπενδύσεις ύψους 234 δισ. ευρώ το προηγούμενο έτος. Οι μη κάτοικοι πραγματοποίησαν καθαρές επενδύσεις ύψους 76 δισ. ευρώ σε περιουσιακά στοιχεία της ζώνης του ευρώ για το ίδιο διάστημα, μετά από καθαρές αποεπενδύσεις ύψους 470 δισ. ευρώ το προηγούμενο έτος.

Στον τομέα των επενδύσεων χαρτοφυλακίου, οι καθαρές αγορές μετοχών εκτός της ζώνης από κατοίκους αυξήθηκαν σε 213 δισ. ευρώ κατά το 12μηνο έως τον Σεπτέμβριο του 2025, από 157 δισ. ευρώ το προηγούμενο έτος. Για την ίδια περίοδο, οι καθαρές αγορές ομολόγων έξω από τη ζώνη του ευρώ από κατοίκους αυξήθηκαν σε 655 δισ. ευρώ, από 464 δισ. ευρώ το προηγούμενο έτος. Όσον αφορά τους μη κατοίκους, οι καθαρές αγορές μετοχών της ζώνης του ευρώ αυξήθηκαν σε 410 δισ. ευρώ κατά τους 12 μήνες έως τον Σεπτέμβριο του 2025, από 364 δισ. ευρώ το προηγούμενο έτος, ενώ οι καθαρές αγορές ομολόγων της ζώνης του ευρώ ανήλθαν σε 320 δισ. ευρώ, μειωμένες από 400 δισ. ευρώ το προηγούμενο έτος.

Στις άλλες επενδύσεις, οι κάτοικοι της ζώνης του ευρώ κατέγραψαν καθαρές αποκτήσεις περιουσιακών στοιχείων εκτός της ζώνης του ευρώ ύψους 377 δισ. ευρώ κατά τους 12 μήνες έως τον Σεπτέμβριο του 2025 (από 434 δισ. ευρώ το προηγούμενο έτος), ενώ οι καθαρές υποχρεώσεις τους ανήλθαν σε 298 δισ. ευρώ (από 24 δισ. ευρώ το προηγούμενο έτος).

Σύμφωνα με την ΕΚΤ, το καθαρό εξωτερικό ενεργητικό των ΝΧΙ της Ευρωζώνης αυξήθηκε κατά 244 δισ. ευρώ κατά τους 12 μήνες έως τον Σεπτέμβριο του 2025, εξέλιξη που οφείλεται στο πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και του ισοζυγίου κεφαλαίου, καθώς και στις καθαρές εισροές των μη ΝΧΙ της Ευρωζώνης σε άλλες επενδύσεις και σε επενδύσεις χαρτοφυλακίου-σε μετοχές. Ωστόσο, αυτό αντισταθμίστηκε εν μέρει από τις καθαρές εκροές των μη ΝΧΙ της ζώνης του ευρώ σε άλλες ροές, σε επενδύσεις χαρτοφυλακίου και σε άμεσες επενδύσεις.

Τέλος, το Σεπτέμβριο του 2025, το απόθεμα διαθεσίμων του Ευρωσυστήματος αυξήθηκε σε 1.622,2 δισ. ευρώ από 1.507,8 δισ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα. Αυτή η αύξηση οφείλεται, σύμφωνα με την ΕΚΤ, σε μεγάλο βαθμό στις θετικές μεταβολές των τιμών (112,7 δισ. ευρώ), λόγω της αύξησης της τιμής του χρυσού, και, σε μικρότερο βαθμό, στις καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων (4,6 δισ. ευρώ), ενώ αυτές αντισταθμίστηκαν εν μέρει από τις αρνητικές μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών (2,9 δισ. ευρώ).