Η Βέρνη ήταν πρόθυμη να εξασφαλίσει μια συμφωνία για τους δασμούς με τις ΗΠΑ, μετά την επίτευξη, το καλοκαίρι, των πρώιμων συμφωνιών μεταξύ της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ουάσιγκτον. Οι Ελβετοί διαπραγματευτές, με επικεφαλής την πρόεδρο και υπουργό Οικονομικών Κάριν Κέλερ-Σούτερ, πίστευαν ότι είχαν φτάσει κοντά σε έναν συμβιβασμό που θα οδηγούσε σε δασμούς περίπου 10%. Ωστόσο, τον Αύγουστο, ο Λευκός Οίκος επέβαλε δασμούς 39%, προκαλώντας σοκ σε πολιτικούς και επιχειρηματικούς παράγοντες.

Στη συνέχεια, ο ιδιωτικός τομέας ανέλαβε δράση. Δεν ήταν ο Ελβετός πρόεδρος της FIFA, Τζιάνι Ινφαντίνο, που έχει φιλικές σχέσεις με τον Τραμπ, αλλά κορυφαία στελέχη μεγάλων εταιρειών. Η συμφωνία-πλαίσιο που ανακοίνωσαν αυτό το μήνα η Ουάσιγκτον και η Βέρνη προβλέπει τη μείωση των μέσων αμερικανικών δασμών στις ελβετικές βιομηχανικές εξαγωγές από 39% σε 15%. Οι ελβετικές αρχές την εκθείασαν ως σημαντικό επίτευγμα, μετά από μήνες μακρών διαπραγματεύσεων και αδιέξοδων συζητήσεων με τον Λευκό Οίκο.

Ωστόσο, η ελβετική ευφορία για την εξασφάλιση χαμηλότερων αμερικανικών δασμών έχει δώσει τη θέση της σε αντιδράσεις, οι οποίες ενδέχεται να καθυστερήσουν την πολιτική διαδικασία για την ολοκλήρωσή της και να απειλήσουν την επικύρωσή της. Το deal «έκλεισε» μετά από επίσκεψη στο Λευκό Οίκο κορυφαίων στελεχών της εταιρείας ρολογιών Rolex, της Richemont (ιδιοκτήτρια της Cartier), της Mercuria, της Partners Group, της ναυτιλιακής εταιρείας MSC και της εταιρείας διύλισης MKS PAMP. Τα στελέχη συναντήθηκαν με τον Ντόναλντ Τραμπ και του πρόσφεραν μια ειδικά χαραγμένη ράβδο χρυσού και ένα Rolex, προσπαθώντας να τον πείσουν ότι οι δασμοί 39% προκαλούν ζημιά στην ευρωπαϊκή χώρα.

Η «διπλωματία των ολιγαρχών», όπως καταγγέλλεται, προκάλεσε επικρίσεις. Η πρόεδρος του Πράσινου Κόμματος της Ελβετίας, Λίζα Ματσόνε, χαρακτήρισε τη συμφωνία «δισκοπότηρο με δηλητήριο» και δήλωσε ότι η χώρα της απέσπασε τις παραχωρήσεις μέσω «αμφίβολων μεθόδων και χρυσών δωρεών». Ο Σάμιουελ Μπενταχάν, συν-πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας των Σοσιαλδημοκρατών, δήλωσε ότι είναι απαράδεκτο να διαπραγματεύονται την εξωτερική και οικονομική πολιτική δισεκατομμυριούχοι και διευθύνοντες σύμβουλοι εταιρειών. Έχουν διατυπωθεί επικρίσεις σχετικά με το κατά πόσο οι επιχειρηματίες είχαν πρόσβαση σε πληροφορίες για τις πολιτικές διαπραγματεύσεις.

Ο Ελβετός υπουργός Οικονομίας Γκι Παρμελέν, ο οποίος παρέλαβε τη σκυτάλη των διαπραγματεύσεων από την Κέλερ-Σούτερ, απέρριψε τις επικρίσεις λέγοντας ότι είναι «το καλύτερο που μπορούσαμε να επιτύχουμε» και «δεν πουλήσαμε τις ψυχές μας στον διάβολο». Ο Άλφρεντ Γκάντνερ, συνιδρυτής της Partners Group, δήλωσε ότι η συνεργασία μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα οδήγησε σε «μια αναγκαία λύση». Το υπουργείο Οικονομικών δήλωσε ότι η επίσκεψη των στελεχών ήταν μια «ιδιωτική πρωτοβουλία» που υποστηρίχθηκε από την Κρατική Γραμματεία Οικονομικών Υποθέσεων (SECO), αλλά πραγματοποιήθηκε ανεξάρτητα από τη συμμετοχή του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου στις εμπορικές διαπραγματεύσεις.

Η Rolex αρνήθηκε να σχολιάσει, ενώ οι Mercuria, Richemont και MSC δεν απάντησαν στα αιτήματα για σχόλια.