Οι εξαγορές αμυντικών εταιρειών στην Ευρώπη έχουν υπερτριπλασιαστεί από το 2023 και αναμένεται να αυξηθούν ακόμη περισσότερο έως το 2030. Σύμφωνα με μελέτη της εταιρείας συμβούλων διαχείρισης «Roland Berger», που δημοσιεύεται στη γερμανική επιχειρηματική εφημερίδα Wirtschafts Woche, αναμένονται περίπου 30 συμφωνίες ετησίως για εξαγορές εταιρειών από τους μεγάλους αμυντικούς κολοσσούς. Ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Μάνφρεντ Χάντερ, ειδικός στην αεροδιαστημική και την άμυνα, τονίζει ότι αυτό θα ισχύει ακόμα και αν υπάρξει ειρήνη στην Ουκρανία.

Οι γεωπολιτικές εντάσεις που προκλήθηκαν από τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας έχουν οδηγήσει σε θεμελιώδεις αλλαγές στο εμπόριο όπλων. Αυτοί οι διαρθρωτικοί παράγοντες περιλαμβάνουν την ανάγκη της Ευρώπης να αυξήσει την αμυντική της ετοιμότητα και να μειώσει την εξάρτησή της από στρατηγικούς εταίρους όπως οι ΗΠΑ. Για παράδειγμα, η Rheinmetall σχεδιάζει να εξαγοράσει το ναυτιλιακό τμήμα του Ομίλου Λάσεν, το οποίο περιλαμβάνει το ναυπηγείο Πέενε.

Οι ευρωπαϊκοί αμυντικοί προϋπολογισμοί αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω έως το 2030, φτάνοντας σχεδόν τα 800 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό σημαίνει ότι τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ θα δαπανούν σχεδόν τρεις φορές περισσότερα από το 2022 και θα πλησιάσουν το επίπεδο του αμερικανικού στρατού, ο οποίος έχει στη διάθεσή του σχεδόν 900 δισεκατομμύρια δολάρια φέτος. Οι διαρθρωτικές αλλαγές στην ευρωπαϊκή οικονομία και η μετατροπή της σε πολεμική θα επιτρέψουν στους εγχώριους κατασκευαστές οπλικών συστημάτων να αναμένουν πέντε φορές περισσότερα κέρδη από ό,τι πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Ο οικονομικός διευθυντής μιας γνωστής εταιρείας κατασκευής όπλων αναφέρει ότι, ακόμα και μετά τη ρωσική εισβολή, πολλές τράπεζες και επενδυτές δίσταζαν να συνεργαστούν με την αμυντική βιομηχανία, αλλά σήμερα κατακλύζονται από ερωτήματα και προτάσεις συνεργασίας. Πολλές εταιρείες απαντούν θετικά σε αιτήματα εξαγορών από αμυντικούς κολοσσούς, γεγονός που αναγκάζει τους υπάρχοντες προμηθευτές να επεκτείνουν την παραγωγική τους ικανότητα και να εισέλθουν σε νέους τομείς, όπως η κατασκευή drones.

Από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία, οι πωλήσεις σχεδόν όλων των ευρωπαϊκών εταιρειών όπλων έχουν αυξηθεί σημαντικά, με την αύξηση αυτή να είναι μεγαλύτερη από αυτή των αμερικανικών εταιρειών. Οι επτά κορυφαίες αμερικανικές αμυντικές βιομηχανίες έχουν επιτύχει μέση αύξηση μόλις 8% από το 2021, ενώ οι επτά μεγαλύτεροι προμηθευτές στην Ευρώπη είδαν αύξηση 30%. Η κεφαλαιοποίηση της αγοράς κορυφαίων εταιρειών, όπως η βρετανική BAE, είναι εκρηκτική, με τη μετοχή της Rheinmetall να καταγράφει τεράστια αύξηση, αν και πρόσφατα υπήρξαν απώλειες λόγω της πιθανότητας συμφωνίας για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.

Η σημαντική αύξηση των αμυντικών δαπανών σε ολόκληρη την Ευρώπη είναι ένας βασικός παράγοντας που συμβάλλει σε αυτή τη «φρενίτιδα» για την πολεμική βιομηχανία. Πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ δαπανούσαν ετησίως περίπου 300 δισεκατομμύρια ευρώ για την άμυνα, ενώ τώρα το ποσό αυτό έχει ξεπεράσει τα 500 δισεκατομμύρια. Οι ένοπλες δυνάμεις των ευρωπαϊκών κρατών-μελών του ΝΑΤΟ σκοπεύουν να διπλασιάσουν τις δαπάνες τους έως το 2030, με το 50% των προϋπολογισμών τους να διατίθεται σε ευρωπαϊκές εταιρείες.

Η Γερμανία έχει δημιουργήσει ένα ειδικό ταμείο πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ, η Γαλλία εξετάζει το ενδεχόμενο να δαπανήσει έως και 5% του ΑΕΠ της, το Ηνωμένο Βασίλειο στοχεύει να φτάσει το 2,5% έως το 2027 και η Ε.Ε. θα μπορούσε να κινητοποιήσει έως και 800 δισεκατομμύρια ευρώ με το σχέδιο «Ετοιμότητα 2030». Το 2024, οι συνολικές στρατιωτικές δαπάνες της Ευρώπης ήταν 58% υψηλότερες από αυτές της Ρωσίας, η οποία βρίσκεται σε πόλεμο στην Ουκρανία.

Η μεγάλη αύξηση των αμυντικών προϋπολογισμών προσελκύει επίσης επενδυτές που δεν δραστηριοποιούνταν προηγουμένως στον τομέα της άμυνας. Είναι εμφανές ότι στην Ευρώπη διαφαίνεται μια βαθιά αλλαγή στο μοντέλο ανάπτυξης προκειμένου να υποστηριχθεί μια πολεμική οικονομία. Ο Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Εντγκάρ Μορέν εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι, αντί να πιέζουν για διαπραγματεύσεις και συμβιβασμούς, συμβάλλουν στην κλιμάκωση της σύγκρουσης στην Ουκρανία.