Φέτος, το γερμανικό κράτος αναμένεται να εισπράξει πάνω από 900 δισεκατομμύρια ευρώ από φόρους, ωστόσο το δημόσιο χρέος συνεχίζει να αυξάνεται και οι επενδύσεις παραμένουν στάσιμες. Το Συμβούλιο των Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων προειδοποιεί για την ανάγκη μιας «επανάστασης» στη φορολογία, προτείνοντας την κατάργηση των απαλλαγών για τα περιουσιακά στοιχεία των επιχειρήσεων.
Στην ετήσια έκθεσή του, που παρουσιάστηκε στον γερμανό καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς, οι πέντε οικονομολόγοι ζητούν ριζική αναθεώρηση του φορολογικού συστήματος, εστιάζοντας στη φορολογία των εταιρειών και τη φορολογία κληρονομιών και δωρεών. Οι τέσσερις από τους πέντε οικονομικούς συμβούλους, συμπεριλαμβανομένων των Μόνικα Σνίτσερ, Ούλρικε Μαλμέντιερ, Αχιμ Τρούγκερ και Μάρτιν Βέρντινγκ, συμφωνούν σε όλα τα θέματα, ενώ μόνο η Βερόνικα Γκριμ διαφωνεί με τη μεταρρύθμιση του φόρου κληρονομιάς.
Η επιτροπή τονίζει την ανάγκη για περισσότερα κίνητρα ανάπτυξης, διασφαλίζοντας ότι οι πρόσθετες επενδύσεις δεν θα επιβαρύνουν αυτόματα τη φορολογία. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Συμβουλίου, η γερμανική οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί μόλις κατά 0,2% φέτος, με μια μέτρια αύξηση 0,9% για το 2026, ποσοστά χαμηλότερα από τις κυβερνητικές εκτιμήσεις.
Οι ειδικοί επικρίνουν την κυβέρνηση συνασπισμού CDU/CSU και SPD για τη διαχείριση του ειδικού ταμείου, το οποίο προοριζόταν για πρόσθετες επενδύσεις αλλά χρησιμοποιείται «καταχρηστικά». Το Συμβούλιο ελπίζει ότι το ταμείο ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ θα έχει σημαντικό αναπτυξιακό αποτέλεσμα, εφόσον χρησιμοποιηθεί σωστά, αλλά προειδοποιεί ότι η εφαρμογή του χρειάζεται βελτίωση.
Η επιτροπή προειδοποιεί ότι το δημόσιο χρέος θα μπορούσε να ξεπεράσει το 85% του ΑΕΠ έως το 2035, κάτι που απειλεί τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Επιπλέον, οι επενδύσεις θα πρέπει να προέρχονται και πάλι από τον βασικό προϋπολογισμό, συμπεριλαμβανομένων των αμυντικών δαπανών.
Η πλειοψηφία των οικονομικών εμπειρογνωμόνων θεωρεί λογική μια μεταρρύθμιση του φρένου χρέους, αν και η Βερόνικα Γκριμ αντιτίθεται, υποστηρίζοντας ότι οι τρέχουσες ενέργειες της κυβέρνησης οδηγούν σε αυξανόμενη πίεση για αυξήσεις φόρων. Για να καταστεί η Γερμανία πιο ελκυστική για τις επιχειρήσεις, η φορολογική επιβάρυνση θα πρέπει να μειωθεί κάτω από το 25% έως το 2032, παρά τα τεράστια κενά χρηματοδότησης στους προϋπολογισμούς.
Η Γερμανία αντιμετωπίζει προκλήσεις στην παραγωγικότητα, καθώς οι παραγωγικοί τομείς χάνουν τη σημασία τους και ο τομέας των υπηρεσιών αποκτά μεγαλύτερη σημασία. Το Συμβούλιο προτείνει ότι η πολιτική για την αγορά εργασίας θα πρέπει να επικεντρώνεται στην κατάρτιση και επανεκπαίδευση των εργαζομένων, αποφεύγοντας μέτρα που διατηρούν υφιστάμενες δομές.
Τέλος, οι «σοφοί» τονίζουν την ανάγκη περιορισμού της γραφειοκρατίας, καθώς το κόστος των υποχρεωτικών απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων ανέρχεται σε περίπου 65 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Ζητούν ολοκληρωμένες μεταρρυθμίσεις και ψηφιοποίηση των διαδικασιών για τη μείωση της γραφειοκρατίας.