Η Eurostat κρούει τον κώδωνα του κινδύνου με τα ανησυχητικά νέα στοιχεία που φέρνει στο φως για τα ποσοστά φτώχειας στα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δυστυχώς, η Ελλάδα εξακολουθεί να κατέχει την πρωτοκαθεδρία στη φτώχεια στην ΕΕ, με το εντυπωσιακό και ταυτόχρονα τρομακτικό ποσοστό του 67%. Σχεδόν 7 στους 10 Έλληνες πολίτες αντιμετωπίζουν σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, βιώνοντας συνθήκες που η Eurostat καταγράφει ως φτώχεια.
Παρά τη μείωση της τάξης του 10,9% την τελευταία δεκαετία, η πρόοδος αυτή φαίνεται να χάνεται μπροστά στη σκληρή πραγματικότητα του 67%, που αποκαλύπτει το μέγεθος της κοινωνικής κρίσης και την ανάγκη για ουσιαστικές λύσεις. Εντυπωσιακή είναι η διαφορά της χώρας μας με την Κύπρο, η οποία έχει μειώσει τη φτώχεια κατά 38%, προπορευόμενη των κρατών της ΕΕ.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η Γαλλία είναι μία από τις λίγες ευρωπαϊκές χώρες όπου τα ποσοστά φτώχειας έχουν αυξηθεί την τελευταία δεκαετία, με σχεδόν 2% αύξηση από το 2014 στον αριθμό των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν «δυσκολίες» ή «μεγάλες δυσκολίες» στο να τα βγάλουν πέρα. Επιπλέον, στη βόρεια Ευρώπη, τα ποσοστά φτώχειας έχουν αυξηθεί σε χώρες όπως η Δανία (+2,4%), η Φινλανδία (2%), η Σουηδία (2,8%) και η Νορβηγία (+4,7%).
Αντίθετα, πολλές χώρες της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης έχουν μειώσει τα ποσοστά φτώχειας κατά δεκάδες ποσοστιαίες μονάδες, με την Κύπρο να ηγείται εντός ΕΕ (-38%), ακολουθούμενη από την Κροατία (34,6%), την Ουγγαρία (26,8%), τη Βουλγαρία (26,5%) και τη Ρουμανία (21,8%). Το συνολικό ποσοστό φτώχειας στην ΕΕ είναι τώρα 17,4%, που σημαίνει ότι σχεδόν 2 στους 10 ανθρώπους έχουν σοβαρές δυσκολίες στο να τα βγάλουν πέρα.
Η χώρα μας ακολουθείται από τη Βουλγαρία με ποσοστό φτώχειας 37% και τη Σλοβακία με 29%. Ανησυχητικά είναι τα ποσοστά φτώχειας στους ανήλικους, καθώς το ποσοστό φτώχειας για τους κάτω των 18 ετών είναι το υψηλότερο, στο 20,6%, ενώ οι άνθρωποι ηλικίας 65 ετών και άνω καταγράφουν το χαμηλότερο ποσοστό, στο 14,9%.
Σύμφωνα με την Eurostat, όλες οι ηλικιακές ομάδες παρουσίασαν μείωση στο συνολικό ποσοστό από το 2023 στο 2024, με τη μεγαλύτερη μείωση να εντοπίζεται στην ηλικιακή ομάδα 18-64 ετών, κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ η μείωση για τη νεότερη και τη μεγαλύτερη ηλικιακή ομάδα ήταν 1,6 ποσοστιαίες μονάδες.