Η ακρίβεια διαβρώνει τα εισοδήματα παγκοσμίως, με το κόστος των τροφίμων και της στέγασης να είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικό για τους περισσότερους. Αν και σήμερα ο πληθωρισμός επιστρέφει σε φυσιολογικά επίπεδα, οι ανατιμήσεις προστίθενται στις εκρηκτικές αυξήσεις της διετίας 2020 – 2024. Το αποτέλεσμα είναι μια συσσωρευτική επιβάρυνση που δυσκολεύει νοικοκυριά και επιχειρήσεις, δημιουργώντας πολιτικές αναταράξεις διεθνώς.
Η πραγματικότητα της ακρίβειας είναι απολύτως χειροπιαστή: οι τιμές του κρέατος, των αυγών, ακόμη και ενός απλού γεύματος fast food, καθώς και οι τιμές των κατοικιών, είναι πολύ υψηλότερες από τα επίπεδα προ πανδημίας. Ωστόσο, ο θυμός φαίνεται να είναι μεγαλύτερος σήμερα, καθώς η κατάσταση σταθεροποιείται, σε σύγκριση με την κορύφωση της κρίσης του κόστους ζωής. Ένας λόγος είναι ότι το κόστος βασικών αγαθών αυξάνεται ταχύτερα από τους μισθούς. Υπάρχει όμως και μία πρόσθετη εξήγηση: οι άνθρωποι δεν σκέφτονται σε «πραγματικούς» όρους, αλλά σε ονομαστικούς. Οι τιμές σε πολλές περιπτώσεις φαίνονται πια εξωφρενικές, ακόμη και αν τα εισοδήματα ανεβαίνουν.
Στις ΗΠΑ, υπάρχει μακρά παράδοση να μετατρέπουν την τιμή του φαγητού σε πολιτικό θέατρο. Το 1916, οι νοικοκυρές ξεσηκώθηκαν απέναντι στους «κερδοσκόπους των αυγών» επειδή η ντουζίνα έφτασε τα 36,5 σεντς. Τρεις δεκαετίες αργότερα, ο Χάρι Τρούμαν προέτρεπε τη χώρα να τηρεί «Τρίτες χωρίς κρέας» και «Πέμπτες χωρίς αυγά», πρόταση που προκάλεσε αντιδράσεις όταν ακόμη και ο Λευκός Οίκος χρειάστηκε να στερηθεί την κολοκυθόπιτά του την Ημέρα των Ευχαριστιών. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, καθώς οι τιμές των αυγών και του βοδινού εκτοξεύονταν, οι μητέρες των αμερικανικών προαστίων διαμαρτύρονταν στους δρόμους με πανό όπως «Save Our Sanity» και «Boycott All Meat.
Η σημερινή εκδοχή αυτής της παράδοσης παίζεται στο TikTok, όπου νέοι διαμαρτύρονται για burgers που κοστίζουν 13 δολάρια, burritos των 12 δολαρίων και αυγά στα ύψη. Τόσο ο Ντόναλντ Τραμπ όσο και οι Δημοκρατικοί προτείνουν λύσεις που περισσότερο απαντούν στην ψυχολογία του ψηφοφόρου παρά στην ουσία της ακρίβειας. Ο Τραμπ υπόσχεται επιταγές 2.000 δολαρίων χρηματοδοτούμενες από δασμούς που ήδη αύξησαν τις τιμές. Μιλά ακόμη και για υποθήκες 50 ετών, ώστε οι πολίτες να πληρώνουν για το σπίτι τους ως τα βαθιά γεράματα. Από την άλλη, οι Δημοκρατικοί υψώνουν τη σημαία της «προσιτότητας», ζητώντας παρεμβάσεις όπως πάγωμα ενοικίων ή δημόσια καταστήματα τροφίμων.
Ωστόσο, ακόμη κι αν όλες αυτές οι προτάσεις υλοποιούνταν, δεν θα άλλαζαν το βασικό δεδομένο: οι ονομαστικές τιμές σπάνια μειώνονται. Το καλύτερο που μπορεί να ελπίζει κανείς είναι να επιβραδυνθεί η αύξησή τους.
Και κάπως έτσι, ο Economist θυμίζει και προτείνει – μεταξύ σοβαρού και αστείου – μία δοκιμασμένη συνταγή του παρελθόντος: τη σκόπιμη «αλλαγή των αριθμών» χωρίς αλλαγή της πραγματικής αξίας. Το έκανε η Γαλλία το 1960 με το περίφημο «βαρύ φράγκο», κόβοντας δύο μηδενικά από τα χαρτονομίσματα. Το έκανε το Μεξικό στις αρχές του ’90, η Πολωνία το 1995, καθώς και πολλές οικονομίες της Λατινικής Αμερικής και της Ανατολικής Ευρώπης όταν οι τιμές είχαν γίνει δυσανάγνωστες. Δεν επρόκειτο για οικονομικό θαύμα, αλλά για ψυχολογική επανεκκίνηση. Όταν οι τιμές έπαψαν να φαίνονται παράλογες, οι πολίτες κατάφεραν να προσαρμοστούν ευκολότερα, οι πληθωριστικές προσδοκίες σταθεροποιήθηκαν και η δημόσια συζήτηση ηρέμησε.
Αν λοιπόν οι πολιτικοί δεν έχουν τη διάθεση ή την ικανότητα να αντιμετωπίσουν τις ρίζες της ακρίβειας, ας καταφύγουν στο παλιό, γαλλικό τέχνασμα: κόψτε ένα μηδενικό και χαρίστε στη χώρα μια απαραίτητη ανάσα. Μπορεί να μη μειώνει την ακρίβεια, αλλά μειώνει την αγωνία.