Ο ΟΠΕΚ+ φαίνεται έτοιμος να διατηρήσει αμετάβλητα τα τρέχοντα επίπεδα παραγωγής στη συνεδρίαση της Κυριακής, εστιάζοντας αυτή τη φορά στον καθορισμό της παραγωγικής δυνατότητας κάθε χώρας-μέλους, αντί σε άμεσες ποσοστώσεις. Σύμφωνα με τρεις πηγές του ΟΠΕΚ που επικαλείται το Reuters, στόχος είναι να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο που θα επιτρέψει στην ομάδα να διαχειριστεί πιο αποτελεσματικά τις μελλοντικές πολιτικές της.
Ο ΟΠΕΚ+, που περιλαμβάνει τις χώρες του Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών και συμμάχους όπως η Ρωσία, αντιπροσωπεύει σχεδόν τη μισή παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου. Προσπαθεί εδώ και χρόνια να καταλήξει σε σαφέστερο τρόπο υπολογισμού της παραγωγικής ικανότητας κάθε μέλους. Αυτές οι λεγόμενες «βασικές γραμμές» αποτελούν τον θεμέλιο λίθο των στόχων παραγωγής και επηρεάζουν όλες τις αποφάσεις για προσφορά και σταθερότητα της αγοράς.
Στη σύνοδο της Κυριακής, οι υπουργοί αναμένεται να επικεντρωθούν σε έναν ενιαίο μηχανισμό για την αξιολόγηση της μέγιστης παραγωγικής δυνατότητας των χωρών. Τα νέα δεδομένα θα αποτελέσουν σημείο αναφοράς για τις βασικές γραμμές που θα ισχύσουν το 2027, όπως έχουν επιβεβαιώσει πηγές του ΟΠΕΚ+. Η επεξεργασία του ζητήματος είχε ξεκινήσει ήδη από τον Σεπτέμβριο, ωστόσο η επίτευξη συναίνεσης δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση.
Ορισμένα κράτη, όπως η Νιγηρία, διεκδικούν υψηλότερες ποσοστώσεις, παρότι σύμφωνα με εκτιμήσεις της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας η αχρησιμοποίητη παραγωγική τους δυναμικότητα παραμένει περιορισμένη. Αντίθετα, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα διαθέτουν σημαντικά περιθώρια ανεκμετάλλευτης παραγωγής και έχουν ήδη εξασφαλίσει μια μικρή ενίσχυση στο μερίδιό τους εντός της OPEC+ μέσα στη χρονιά. Την ίδια στιγμή, η Αγκόλα αποφάσισε να αποχωρήσει το 2024, διαφωνώντας με το ύψος του στόχου παραγωγής που της είχε αποδοθεί.
Η απόφαση αυτή υπενθύμισε ότι οποιαδήποτε αναπροσαρμογή στις ποσοστώσεις απαιτεί την πλήρη έγκριση από όλα τα κράτη-μέλη. Για πολλά χρόνια, ο ΟΠΕΚ+ προχωρούσε σε συνεχείς περικοπές προκειμένου να ενισχύσει την αγορά, με τις συνολικές μειώσεις να φτάνουν τα 5,85 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως τον Μάρτιο, δηλαδή σχεδόν το 6% της παγκόσμιας παραγωγής.
Η εικόνα άλλαξε τον Απρίλιο, όταν οκτώ μέλη αποφάσισαν να αυξήσουν την παραγωγή τους, επιδιώκοντας ανάκτηση μεριδίων αγοράς. Από τον Απρίλιο έως τον Δεκέμβριο, οι συγκεκριμένες χώρες ανέβασαν τους στόχους τους κατά περίπου 2,9 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως. Ωστόσο, στη συνεδρίαση του Νοεμβρίου, η συμμαχία επέλεξε να «παγώσει» τις περαιτέρω αυξήσεις για το πρώτο τρίμηνο, καθώς οι προβλέψεις έδειχναν πιθανή υπερπροσφορά.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ο ΟΠΕΚ+ δεν αναμένεται να προχωρήσει την Κυριακή σε αλλαγές όσον αφορά την πολιτική παραγωγής για το πρώτο τρίμηνο. Εξίσου απίθανο θεωρείται να ανοίξει συζήτηση για αναπροσαρμογή των ποσοστώσεων του 2026, οι οποίες είχαν συμφωνηθεί στην τελευταία σύνοδο του Μαΐου. Η προσοχή φαίνεται να στρέφεται περισσότερο στη διαμόρφωση ενός σταθερού πλαισίου για τα επόμενα χρόνια παρά σε άμεσα μέτρα.