Καθώς οι δημοσιονομικές πιέσεις αυξάνονται λόγω των γηρασμένων πληθυσμών και των τεράστιων χρεών που άφησε πίσω της η πανδημία, πολλές κυβερνήσεις στρέφουν την προσοχή τους σε μια δεξαμενή κεφαλαίων που φαίνεται ακαταμάχητη: τις αποταμιεύσεις των πολιτών για τη σύνταξή τους. Σύμφωνα με τον δείκτη Mercer CFA Institute Global Pension Index, τα περιουσιακά στοιχεία των συνταξιοδοτικών ταμείων στις χώρες του ΟΟΣΑ έχουν υπερτριπλασιαστεί από το 2003, φτάνοντας τα 63,1 τρισ. δολάρια το 2024.
Αυτός ο τεράστιος πλούτος προσελκύει πολιτική προσοχή, καθώς τα κράτη αναζητούν νέες πηγές χρηματοδότησης σε μια εποχή υπερχρέωσης, όπως εξηγεί σε ανάλυσή του το CNBC. Ο Σεμπαστιάν Μπεταρμιέ, εκτελεστικός διευθυντής του International Centre for Pension Management (ICPM), σημειώνει ότι καθώς τα συνταξιοδοτικά ταμεία έχουν γίνει πολύ μεγάλα και οι κυβερνήσεις βρίσκονται σε στενότητα ρευστότητας, ο πειρασμός να κατευθύνουν τα κεφάλαια προς άλλους πολιτικούς στόχους είναι μεγάλος. Αυτή η τάση περιγράφεται ως «οικονομικός εθνικισμός», με κυβερνήσεις να προσπαθούν να κατευθύνουν τις επενδύσεις των ταμείων τους σε «εθνικές προτεραιότητες» ή στην ουσία να «κλείσουν τρύπες».
Η Αυστραλία έχει πρόσφατα καλέσει τα ταμεία της, αξίας 4,3 τρισ. δολαρίων, να επενδύσουν περισσότερο σε στέγαση και υποδομές. Στην Ιαπωνία, βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος ζήτησαν από το μεγαλύτερο δημόσιο ταμείο της χώρας να αυξήσει τις τοποθετήσεις σε εγχώριο private equity και venture capital. Ανάλογες πιέσεις ασκούνται στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Μαλαισία και στον Καναδά, όπου κυβερνήσεις προωθούν πολιτικές «ήπιας καθοδήγησης» των ταμείων. Δεν αποκλείεται να δούμε την ίδια τάση και σε οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με πιεσμένα δημοσιονομικά.
Ο καθηγητής Γκόρντον Κλαρκ από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης εξηγεί ότι το πρόβλημα αρχίζει όταν η πολιτική υπερβαίνει την επαγγελματική κρίση των διαχειριστών. Οι αναλυτές της Mercer προειδοποιούν ότι οι περιορισμοί στις επενδυτικές επιλογές των ταμείων μπορούν να οδηγήσουν σε στρεβλώσεις τιμών, φούσκες και έλλειψη ρευστότητας. Η πρόσφατη ιστορία προσφέρει παραδείγματα: το 2015, το κρατικό ταμείο της Νότιας Κορέας κατηγορήθηκε ότι υπέκυψε σε πολιτικές παρεμβάσεις όταν ενέκρινε αμφιλεγόμενη συγχώνευση της Samsung C&T, χάνοντας αργότερα δισεκατομμύρια. Το 2006, το σκάνδαλο του συνταξιοδοτικού ταμείου της Σανγκάης αποκάλυψε πώς 400 εκατ. δολάρια από τοπικές συντάξεις διοχετεύτηκαν σε έργα βιτρίνας και real estate, οδηγώντας σε συλλήψεις και σκληρότερη εποπτεία.
Η υπερβολική κρατική εμπλοκή μπορεί να διαταράξει τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο ρίσκο και την απόδοση που διασφαλίζει τη βιωσιμότητα των ταμείων. Ο Μπεταρμιέ τονίζει ότι όταν η κυβέρνηση αρχίζει να υπαγορεύει πού πρέπει να επενδύσουν, διαλύει ένα σύστημα που έχει σχεδιαστεί με ακρίβεια ώστε να προστατεύει τις συντάξεις στο βάθος του χρόνου. Οι ειδικοί συμφωνούν ότι το ζητούμενο είναι η ανεξαρτησία.
Η εμπιστοσύνη στα συνταξιοδοτικά ταμεία χτίζεται αργά, αλλά μπορεί να χαθεί σε μια νύχτα αν τα αποθεματικά μετατραπούν σε εργαλείο βραχυπρόθεσμων πολιτικών στόχων. Όπως σημειώνει η Mercer, «η μακροχρόνια εμπιστοσύνη των πολιτών στο σύστημα συντάξεων είναι κρίσιμη — και δεν ενισχύεται όταν οι κυβερνήσεις παρεμβαίνουν στις αγορές ή περιορίζουν τις επενδυτικές επιλογές». Καθώς τα χρέη παγκοσμίως (δημόσια και ιδιωτικά) ξεπερνούν το 235% του παγκόσμιου ΑΕΠ και η γήρανση επιβαρύνει τα ασφαλιστικά ταμεία, ο πειρασμός για πολιτική χρήση των αποταμιεύσεων θα εντείνεται. Ωστόσο, οι αναλυτές υπογραμμίζουν ότι τα ταμεία δεν είναι ούτε ταμεία ανάπτυξης ούτε πολιτικά εργαλεία. Είναι οι κόποι μιας ζωής — και το στοίχημα είναι να παραμείνουν ακριβώς αυτό: εγγύηση αξιοπρέπειας για το μέλλον, όχι «έκτακτη χρηματοδότηση» για το παρόν.