Η συζήτηση σχετικά με το πότε θα κορυφωθεί η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου έχει πάρει μια αναπάντεχη τροπή, μετά την ιστορική αλλαγή στάσης της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας (IEA). Στο πρόσφατο World Energy Outlook, η IEA παρουσιάζει ως βασικό σενάριο έναν κόσμο που θα συνεχίσει να έχει όρεξη για πετρέλαιο για δεκαετίες ακόμη. Η ζήτηση πετρελαίου δεν θα κορυφωθεί σύντομα, αλλά θα αυξάνεται συνεχώς έως το 2050, φτάνοντας τα 113 εκατ. βαρέλια ημερησίως.
Η νέα αυτή πρόβλεψη συνιστά ριζική στροφή σε σχέση με την προηγούμενη θέση της IEA, σύμφωνα με την οποία η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων θα έφτανε στο «απόγειο» της έως το 2030. Η νέα πρόβλεψη βασίζεται στην υπόθεση ότι τα επόμενα χρόνια δεν θα υπάρξουν νέες πολιτικές για το κλίμα, κάτι που φαίνεται ρεαλιστικό, καθώς οι κυβερνήσεις δεν έχουν βρει τρόπο να εξηγήσουν τα βάρη της πράσινης μετάβασης.
Στο νέο σενάριο, η ζήτηση για πετροχημικά εκτοξεύεται, τα αεροπορικά καύσιμα αυξάνονται σταθερά, ενώ η διείσδυση των ηλεκτρικών οχημάτων προχωρά πιο αργά από το αναμενόμενο. Ο OPEC, για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια διαφωνιών, χαιρέτισε τις εκτιμήσεις της IEA, αν και με μια δόση κριτικής, αναφέροντας ότι οι προηγούμενες εκτιμήσεις για την κορύφωση της ζήτησης ήταν «μια παρανόηση των αληθινών δεδομένων». Αυτή η αλλαγή στάσης δείχνει ότι οι δύο πλευρές ίσως μπαίνουν σε πιο ρεαλιστικό διάλογο για το μέλλον του πετρελαίου.
Η αλλαγή στάσης της Υπηρεσίας θεωρείται από αναλυτές μια «νίκη» για όσους υποστηρίζουν την έκρηξη νέων έργων LNG στις ΗΠΑ, αλλά και προκαλεί ανησυχίες για τις εξελίξεις στο μέτωπο της κλιματικής αλλαγής.
Στις αγορές πετρελαίου, οι τιμές κινήθηκαν ανοδικά την Παρασκευή, καταγράφοντας άνοδο σχεδόν 2%, καθώς η επίθεση με drones σε εγκαταστάσεις στον λιμένα Νοβοροσίσκ, ένα από τα σημαντικότερα ενεργειακά κέντρα της Ρωσίας, προκάλεσε προσωρινή διακοπή των εξαγωγών. Το Brent ενισχύθηκε κατά 1,65% στα 64,05 δολάρια, ενώ το αμερικανικό WTI σημείωσε άνοδο 1,96% στα 59,84 δολάρια.
Παρά την έντονη αντίδραση της αγοράς, τα συμβόλαια παραμένουν σχεδόν ουδέτερα στο σύνολο της εβδομάδας, με το Brent να κινείται ελαφρώς υψηλότερα (+0,7%) και το WTI οριακά θετικό. Η παύση των φορτώσεων στον Νοβοροσίσκ, από τον οποίο διακινούνται περίπου 761.000 βαρέλια ημερησίως, υπενθύμισε στους επενδυτές ότι οι ρωσικές ροές παραμένουν εκτεθειμένες σε επιθέσεις και σε νέο κύκλο δυτικών κυρώσεων.
Σημαντικό βάρος στην αγορά έχουν και οι εξελίξεις γύρω από τις αμερικανικές κυρώσεις σε Lukoil και Rosneft. Σύμφωνα με την JPMorgan, σχεδόν 1,4 εκατ. βαρέλια ημερησίως ρωσικού πετρελαίου έχουν ήδη συσσωρευθεί σε πλωτές αποθήκες, καθώς η εκφόρτωση καθυστερεί. Από τις 21 Νοεμβρίου, όταν ξεκινά η πλήρης απαγόρευση συναλλαγών με τις δύο εταιρείες, οι δυσκολίες εκφόρτωσης αναμένεται να ενταθούν, προκαλώντας περαιτέρω στρεβλώσεις στις ροές.
Οι αναλυτές εμφανίζονται πλέον διχασμένοι για την πορεία των τιμών τους επόμενους μήνες. Ο Giovanni Staunovo από την UBS σημειώνει ότι η «ένταση και συχνότητα» των επιθέσεων στη Μαύρη Θάλασσα αυξάνονται, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο πιο μόνιμων διαταραχών στην προσφορά, κάτι που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πάτωμα για τις τιμές, ακόμη κι αν η παγκόσμια ζήτηση επιβραδύνεται. Αντίθετα, οι αναλυτές της Goldman Sachs αναπροσαρμόζουν το μακροπρόθεσμο outlook τους προς τα πάνω, ευθυγραμμιζόμενοι με την πρόσφατη στροφή της IEA, προβλέποντας ότι η ζήτηση μπορεί να φτάσει τα 113 εκατ. βαρέλια ημερησίως έως το 2040, στηριζόμενη στη βραδύτερη διείσδυση ηλεκτρικών οχημάτων, στα εμπόδια των ΑΠΕ και στις ισχυρές προοπτικές της πετροχημικής ζήτησης. Ωστόσο, επισημαίνουν ότι τους επόμενους μήνες η αγορά θα συνεχίσει να κινείται σε εύρος 60–75 δολαρίων, επηρεαζόμενη από τη γεωπολιτική αστάθεια και την αυστηροποίηση των κυρώσεων στη Ρωσία.