Η Τράπεζα της Ελλάδος προτείνει μια πλήρη δέσμη θεσμικών και μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων, προκειμένου να επιτευχθεί η αναδόμηση του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας. Αν και αναγνωρίζει τις σημαντικές προσπάθειες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια για την τόνωση του παραγωγικού δυναμικού και των επενδυτικών ροών, εκτιμά ότι υπάρχουν ακόμη πολλά να γίνουν για να φτάσει η ελληνική οικονομία στον επιθυμητό στόχο. Αυτός ο στόχος είχε επισημανθεί ως κρίσιμος από την Επιτροπή Πισσαρίδη, όταν παρέδωσε την τελική της έκθεση στην κυβέρνηση το Νοέμβριο του 2020.
Ο διευθυντής του Τμήματος Οικονομικών Αναλύσεων της ΤτΕ, Γιώργος Χονδρογιάννης, εστιάζει σε προτάσεις που αφορούν τη λειτουργία του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, τη φορολογική σταθερότητα, τη μερική απεξάρτηση από τις εισαγωγές, τη δικαιότερη διάθεση κεφαλαίων στο επιχειρείν, τη χρηματοδότηση ποιοτικότερων επενδύσεων και την προσβασιμότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στις πηγές χρηματοδότησης.
Η Τράπεζα της Ελλάδος προτείνει τα εξής:
- Απορρόφηση των τελευταίων πόρων του RRF για παραγωγικές επενδύσεις με υψηλή προστιθέμενη αξία.
- Βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος για την υλοποίηση επενδυτικών αποφάσεων.
- Αποτελεσματική λειτουργία των θεσμών και ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης.
- Σταθερότητα του φορολογικού συστήματος και παροχή φορολογικών κινήτρων.
- Επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών.
- Αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου μέσω εκπαίδευσης και κατάρτισης.
- Καλύτερη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών για πρόσβαση σε κεφάλαια.
- Συνέχιση της προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων.
Η ΤτΕ τονίζει ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα συμβάλλουν στην προσέλκυση περισσότερων ξένων επενδύσεων και κεφαλαίων. Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί, η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει η βασικότερη συνιστώσα του ΑΕΠ, με το μερίδιό της να είναι κοντά στο 70%, ενώ στην Ευρωζώνη είναι περίπου 53%.
Η μεταποίηση έχει δείξει ανθεκτικότητα τα τελευταία χρόνια, με την Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία του τομέα να ανέρχεται στο 10,5% του ΑΕΠ το 2024. Ωστόσο, η Ελλάδα εξακολουθεί να υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου σε αρκετούς τομείς, όπως το μερίδιο της μεταποίησης στο ΑΕΠ και την παραγωγικότητα.
Η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει την ανάγκη για μια πιο στοχευμένη στρατηγική που θα διασυνδέει τη μεταποίηση με άλλους τομείς της οικονομίας και θα προωθεί ένα βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο, καθώς η εξάρτηση από τον τουρισμό και η αποδυνάμωση άλλων κλάδων είναι αιτίες προβληματισμού.