Το ασήμι, που έχει αποκτήσει το προσωνύμιο «μέταλλο του Διαβόλου» λόγω της ακραίας μεταβλητότητάς του, βιώνει μία από τις ισχυρότερες ανοδικές φάσεις των τελευταίων δεκαετιών. Μετά την εντυπωσιακή άνοδο 71% μέσα σε έναν χρόνο και την ιστορική κορύφωση στα 54,47 δολάρια/ουγγιά τον Οκτώβριο, οι τιμές υποχώρησαν προσωρινά, αλλά ξαναπήραν την ανηφόρα, εν μέσω μιας αγοράς που αντιμετωπίζει έλλειψη προσφοράς και εκρηκτική ζήτηση.
Αυτή είναι μόλις η τρίτη φορά τα τελευταία 50 χρόνια που το ασήμι αγγίζει τέτοια υψηλά επίπεδα, μετά την απόπειρα χειραγώγησης της αγοράς από τους αδελφούς Χαντ το 1980 και το ράλι των πολύτιμων μετά την κρίση του αμερικανικού χρέους το 2011. Φέτος, όμως, η άνοδος δεν τροφοδοτείται από κερδοσκόπους, αλλά από μια σπάνια σύμπτωση παραγόντων: χαμηλή προσφορά, απογείωση της ζήτησης στην Ινδία και ισχυρές βιομηχανικές ανάγκες.
Ο Πολ Σιμς της Invesco περιγράφει στο CNBC μια αγορά στα όρια της ασφυξίας: εταιρείες που αναγκάζονται να μεταφέρουν ασήμι αεροπορικώς για να καλύψουν τις παραδόσεις και traders που αντιμετωπίζουν πρωτοφανή κόστη δανεισμού. Τον Οκτώβριο, το κόστος overnight leasing έφτασε –σε ετήσια βάση– έως και 200%. Τα αποθέματα στο Λονδίνο έχουν συρρικνωθεί δραματικά: από 31.000 τόνους το 2022, στα περίπου 22.000 τόνους σήμερα — το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών. «Στο Λονδίνο υπήρχε πρακτικά μηδενική διαθέσιμη ποσότητα», σημειώνει η Ρόνα Οκόνελ της StoneX.
Η Ινδία, ο μεγαλύτερος καταναλωτής ασημιού στον κόσμο, υπήρξε καθοριστικός παράγοντας στη φετινή άνοδο. Η ζήτηση απογειώθηκε μετά το τέλος των μουσώνων και την ολοκλήρωση των συγκομιδών, όταν εκατομμύρια αγρότες στρέφονται παραδοσιακά σε πολύτιμα μέταλλα, συχνά αποφεύγοντας τις τράπεζες. Το Diwali, η μεγαλύτερη γιορτή της χώρας, συνέπεσε με την περίοδο αιχμής και ενίσχυσε περαιτέρω τη ζήτηση. Η τιμή εκτινάχθηκε στα 170.415 ρουπίες/κιλό στις 17 Οκτωβρίου — άνοδος 85% από την αρχή του έτους. Δεδομένου ότι το 80% της ινδικής κατανάλωσης προέρχεται από εισαγωγές, η πίεση στην παγκόσμια αγορά έγινε ακόμη μεγαλύτερη.
Πέρα από την επενδυτική διάθεση, η πιο δομική αλλαγή είναι η βιομηχανική μετάβαση. Η παραγωγή ορυχείων υποχωρεί σταθερά την τελευταία δεκαετία, κυρίως στη Λατινική Αμερική, ενώ η ζήτηση εκτοξεύεται λόγω της ηλεκτροκίνησης, της τεχνητής νοημοσύνης και των φωτοβολταϊκών. Κάθε ηλεκτρικό όχημα περιέχει σήμερα περίπου 25-50 γραμμάρια ασημιού, αλλά οι νέες μπαταρίες στερεάς κατάστασης μπορεί να απαιτούν έως και 1 κιλό ανά όχημα. Σε έναν κόσμο που κινείται προς την πλήρη ηλεκτροκίνηση, η εφοδιαστική αλυσίδα δυσκολεύεται να ακολουθήσει.
Το ασήμι διαθέτει τη μεγαλύτερη ηλεκτρική αγωγιμότητα μεταξύ όλων των μετάλλων — χαρακτηριστικό που το καθιστά αναντικατάστατο σε κυκλώματα, αισθητήρες, μικροτσίπ, φωτοβολταϊκά πάνελ και συστήματα ψύξης υψηλής απόδοσης. Η ιδιαιτερότητα του ασημιού είναι ακριβώς αυτή: στέκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στο πολύτιμο και στο βιομηχανικό. Όπως το θέτει ο Σιμς: «Ο άργυρος βρίσκεται στο σημείο που συναντιούνται η τεχνολογία, η ενέργεια και οι επενδυτές». Γι’ αυτό και οι αναλυτές βλέπουν την ανοδική τάση να έχει διάρκεια. Με δεδομένη τη σφιχτή προσφορά, την έκρηξη ζήτησης και την τεχνολογική εξάρτηση από ένα μέταλλο που δεν έχει εύκολα υποκατάστατα, το «μέταλλο του Διαβόλου» μοιάζει έτοιμο να λάμψει για πολύ ακόμη.