Η νέα συμφωνία της Exxon Mobil με τις Energean και Helleniq Energy φέρνει στο προσκήνιο την πραγματοποίηση ερευνητικής γεώτρησης σε οικόπεδο υδρογονανθράκων, συγκεκριμένα στο block 2 βορειοδυτικά της Κέρκυρας. Οι υπογραφές της συμφωνίας έγιναν στο περιθώριο της 6ης Συνόδου για τη Διατλαντική Συνεργασία για την Ενέργεια, με την Exxon Mobil να αποκτά μερίδιο 60% στο μετοχικό σχήμα, αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων.

Σύμφωνα με πληροφορίες, η συμφωνία προβλέπει την εκτέλεση ερευνητικής γεώτρησης μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, μέχρι το 2027. Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Energean, Μαθιός Ρήγας, είχε δηλώσει ότι «στο μπλοκ 2 στο Βορειοδυτικό Ιόνιο η πιο πιθανή γεώτρηση» είναι αυτή που θα πραγματοποιηθεί. Υπενθυμίζεται ότι το προηγούμενο σχήμα περιλάμβανε την Energean ως operator με ποσοστό 75% και την Helleniq Energy με 25%.

Ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα θα δημοσιοποιήσει σημαντικές αποφάσεις στον τομέα των υδρογονανθράκων, με τη συμμετοχή των ExxonMobil, Helleniq Energy και Energean. Δήλωσε ότι η παρουσία των δύο αμερικανικών κολοσσών ενισχύει τη θέση της Ελλάδας και δημιουργεί σταθερότητα στην περιοχή, προσθέτοντας ότι η ανάπτυξη του upstream είναι κορυφαία προτεραιότητα της κυβέρνησης.

Ο Chris Wright, από την πλευρά του, τόνισε ότι «ο κόσμος εξακολουθεί να κινείται με πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακα – το 84% της παγκόσμιας ενέργειας – και αυτό δεν θα αλλάξει σύντομα». Επισήμανε ότι το φυσικό αέριο είναι «φθηνότερη και καθαρότερη λύση», εφόσον υπάρχουν οι απαραίτητες υποδομές, και υπογράμμισε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τα αποθέματα και επιθυμούν να συνεργαστούν για την υλοποίηση αυτού του σχεδίου.

Η Σύνοδος P-TEC έχει συγκεντρώσει διεθνές ενδιαφέρον, καθώς η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει βασική πύλη εισόδου LNG προς την ευρωπαϊκή αγορά. Αυτό ανατροφοδοτεί σχέδια για πρόσθετες υποδομές στην ελληνική επικράτεια, με στόχο την αναβάθμιση της εξαγωγικής ικανότητας της χώρας. Οι εκτιμήσεις για άνοδο της ζήτησης φυσικού αερίου στην περιοχή προσδιορίζουν τις ανάγκες στα 68 bcm το 2030, από 51 bcm το 2024, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται το «κενό» που θα προκύψει από την απόσυρση του ρωσικού αερίου στην περιοχή, δηλαδή 16 bcm.