Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) διατηρεί σταθερές τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το 2026, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (SREP) για το 2025. Οι συνολικές απαιτήσεις για το κεφάλαιο CET1 και οι απαιτήσεις του Πυλώνα 2 παραμένουν σταθερές στο 11,2% και 1,2% αντίστοιχα, ενώ οι μη δεσμευτικές κατευθύνσεις του Πυλώνα 2 μειώθηκαν από 1,3% σε 1,1%.
Σύμφωνα με την έκθεση του Εποπτικού Συμβουλίου, οι τράπεζες διατήρησαν ισχυρές θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας, καθώς και υψηλή κερδοφορία το β΄ τρίμηνο του 2025. Ο μέσος όρος του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) ανήλθε στο 16,1% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού, ενώ ο δείκτης μόχλευσης ήταν 5,9%. Ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου διαμορφώθηκε στο 20,2%. Η Claudia Buch, Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, δήλωσε ότι ο τραπεζικός τομέας της ζώνης του ευρώ παραμένει καλά κεφαλαιοποιημένος, με τον μέσο δείκτη CET1 να σημειώνει ελαφρά αύξηση σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Τα αποθέματα ασφαλείας ρευστότητας παρέμειναν σε υψηλότερο επίπεδο από την ελάχιστη απαίτηση του 100%, με τον συνολικό δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) να φτάνει το 158% το β΄ τρίμηνο του 2025. Οι τράπεζες διατήρησαν ικανοποιητική πρόσβαση σε χρηματοδότηση, με τον μέσο δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης να παραμένει στο 127%. Ωστόσο, η Claudia Buch προειδοποίησε ότι η αυξανόμενη εξάρτηση από τη χρηματοδότηση από την αγορά μπορεί να ενέχει κινδύνους σε περιόδους κρίσης.
Η κερδοφορία παρέμεινε υψηλή, υποστηριζόμενη από τα καθαρά έσοδα από τόκους και τις καθαρές αμοιβές και προμήθειες. Η μέση απόδοση των ιδίων κεφαλαίων σε σημαντικά ιδρύματα ανέρχεται σε περίπου 10%, 4,5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη από τα επίπεδα που παρατηρήθηκαν κατά την περίοδο των χαμηλών επιτοκίων. Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στα υψηλότερα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια, αν και η επίδραση αυτή σταδιακά σταθεροποιείται. Η ποιότητα του ενεργητικού παρέμεινε ικανοποιητική, με τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) να διαμορφώνεται στο 1,9% το β΄ τρίμηνο του 2025.
Ο πιστωτικός κίνδυνος παραμένει ο σημαντικότερος παράγοντας που επηρεάζει τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού των τραπεζών. Το 40% των εποπτικών μέτρων εστιάζει στον πιστωτικό κίνδυνο, με την ανάγκη των τραπεζών να αντιμετωπίσουν τις διαρκείς αδυναμίες στις πολιτικές πρόβλεψης. Τα δάνεια και οι πιστωτικές διευκολύνσεις του Σταδίου 2 αυξήθηκαν οριακά από 9,5% το β΄ τρίμηνο του 2024 σε 9,6% το β΄ τρίμηνο του 2025.
Η ΕΚΤ θεωρεί ότι 14 τράπεζες είχαν αυξημένο κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης και εφάρμοσε απαίτηση του Πυλώνα 2 για τον δείκτη μόχλευσης σε 14 τράπεζες. Επιπλέον, η ΕΚΤ εφάρμοσε μη δεσμευτικές κατευθύνσεις P2G για τον δείκτη μόχλευσης σε πέντε τράπεζες και επέβαλε μέτρα για την κάλυψη ρευστότητας σε τέσσερις τράπεζες.
Για την περίοδο 2026-28, το Εποπτικό Συμβούλιο έχει ορίσει δύο βασικές προτεραιότητες. Η πρώτη απαιτεί από τις τράπεζες να παραμένουν ανθεκτικές σε γεωπολιτικούς κινδύνους και μακροχρηματοπιστωτικές αβεβαιότητες, διασφαλίζοντας υγιή πιστοδοτικά κριτήρια και επαρκή κεφαλαιοποίηση. Η δεύτερη προτεραιότητα αφορά την εξασφάλιση ισχυρής επιχειρησιακής ανθεκτικότητας και ικανοτήτων ΤΠΕ, με έμφαση στη διαχείριση λειτουργικού κινδύνου και αξιόπιστα πληροφοριακά συστήματα.
Η εποπτεία της ΕΚΤ θα βασίζεται σε τέσσερα βασικά σημεία μεταρρυθμίσεων για την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα της διαδικασίας SREP, την εξορθολογισμένη εποπτική δραστηριότητα, την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων σε ολόκληρη την τραπεζική ένωση και τη συνεχή παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας.