Η Stellantis, ο πολυεθνικός όμιλος πίσω από τις Jeep, Fiat, Peugeot, Dodge και Chrysler, προειδοποίησε για έκτακτα κόστη που θα επιβαρύνουν τα αποτελέσματά της στο δεύτερο εξάμηνο του έτους. Η εταιρεία προσπαθεί να ανταποκριθεί στις πολιτικές, οικονομικές και ρυθμιστικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία.

Η Stellantis, που εδρεύει στην Ολλανδία και είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο του Μιλάνου, διατήρησε αμετάβλητες τις οικονομικές της προβλέψεις για το υπόλοιπο του 2025, εκτιμώντας περαιτέρω βελτίωση στα καθαρά έσοδα, τις ταμειακές ροές και τα λειτουργικά κέρδη. Ωστόσο, προειδοποίησε ότι θα υπάρξουν χρεώσεις στο διάστημα Ιουλίου–Δεκεμβρίου, οι οποίες, όταν οριστικοποιηθούν, θα «εξαιρεθούν σε μεγάλο βαθμό» από τα λειτουργικά της αποτελέσματα.

Η ανακοίνωση αυτή προκάλεσε πτώση της μετοχής έως και 6%, πριν περιοριστούν οι απώλειες σε περίπου 4,3%, ενώ από την αρχή του έτους η τιμή της έχει υποχωρήσει πάνω από 25%. Παρά την προειδοποίηση, τα αποτελέσματα του τρίτου τριμήνου κρίνονται θετικά: τα καθαρά έσοδα ανήλθαν σε 37,2 δισ. ευρώ (43,2 δισ. δολάρια), σημειώνοντας άνοδο 13% σε ετήσια βάση, ξεπερνώντας τις προσδοκίες των αναλυτών (36,58 δισ. ευρώ σύμφωνα με στοιχεία της LSEG). Η άνοδος αυτή προήλθε κυρίως από την ανάκαμψη των αγορών της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης.

Ο διευθύνων σύμβουλος Αντόνιο Φιλόσα δήλωσε ότι η εταιρεία βλέπει «θετική πρόοδο και σταθερή ετήσια βελτίωση» καθώς συνεχίζει να υλοποιεί τις στρατηγικές της αλλαγές, με στόχο να προσφέρει στους πελάτες «μεγαλύτερη ελευθερία επιλογών». Ο Φιλόσα πρόσθεσε ότι η Stellantis προχωρά σε καθοριστικές ενέργειες για τη μακροπρόθεσμη κερδοφόρο ανάπτυξη, αναφέροντας χαρακτηριστικά τη νέα επένδυση ύψους 13 δισ. δολαρίων στις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία θα στηρίξει την παραγωγή και τις τεχνολογικές της υποδομές.

Η Stellantis, που γεννήθηκε από τη συγχώνευση Fiat Chrysler και PSA Group, βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο της μετάβασης της αυτοκινητοβιομηχανίας προς την ηλεκτροκίνηση και την πράσινη ενέργεια, με αυξανόμενες πιέσεις για επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και συμμόρφωση με τους αυστηρότερους περιβαλλοντικούς κανονισμούς της Ευρώπης και των ΗΠΑ.