Οι μετοχές των τεχνολογικών κολοσσών κράτησαν «ζωντανή» τη Wall Street στην πρώτη συνεδρίαση του Νοεμβρίου, καθώς ο κλάδος «γιόρτασε» μια σειρά από νέα πολύκροτα deals που επιβεβαιώνουν τη δυναμική του ΑΙ. Από την άλλη πλευρά, η νέα έκθεση του ISM για τη βιομηχανική δραστηριότητα επιβεβαίωσε ότι οι παραδοσιακές βιομηχανίες εξακολουθούν να πιέζονται από την επιφυλακτικότητα των καταναλωτών και το αβέβαιο εμπορικό περιβάλλον. Ο συνδυασμός αυτός οδήγησε σε ένα μεικτό ταμπλό, με τον S&P 500 και τον Nasdaq να κινούνται ανοδικά και τον Dow Jones να μην μπορεί να ακολουθήσει. Συγκεκριμένα, ο Dow υποχώρησε κατά 0,48% στις 47.336 μονάδες, ενώ ο S&P 500 πρόσθεσε 0,17% στις 6.851 μονάδες και ο Nasdaq ενισχύθηκε κατά 0,45% στις 23.834 μονάδες.

Παρά την θετική αυτή εικόνα, μια προσεκτικότερη ανάλυση έδειξε ότι περίπου 330 εταιρείες του S&P 500 κατέγραψαν πτώση, δείχνοντας ότι η άνοδος οφειλόταν σε λίγες κορυφαίες επιχειρήσεις. Σε θέση οδηγού βρέθηκαν οι περίφημες Υπέροχες Επτά με άλμα άνω του 1,5% χάρη στις σημαντικές συμφωνίες της ημέρας. Ανάμεσα τους ξεχώρισε η ύψους 38 δισ. δολαρίων συνεργασία της Amazon με την OpenAI για παροχή πρόσβασης σε εκατοντάδες χιλιάδες επεξεργαστές γραφικών της Nvidia μέσω του Amazon Web Services. Η νέα συνεργασία καθιστά την Amazon έναν ακόμη τεχνολογικό γίγαντα που επενδύει μαζικά σε υποδομές για λογαριασμό της OpenAI, στο ίδιο μονοπάτι που έχουν ακολουθήσει η Microsoft, η Google και η Meta.

Το deal βρήκε για μια ακόμη φορά κερδισμένη και την Nvidia, η οποία σήμερα «χτύπησε» διπλά μέσα και από την έτερη μεγάλη συμφωνία που διασφάλισε η Microsoft στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, με ένα σχέδιο επενδύσεων ύψους 7,9 δισ. δολαρίων για data centers και υποδομές cloud. Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου deal, οι ΗΠΑ ενέκριναν την άδεια για την εξαγωγή μικροτσίπ της Nvidia προς τα ΗΑΕ, διευκολύνοντας τις φιλοδοξίες των Αράβων στον κλάδο του ΑΙ και διασφαλίζοντας μια ακόμη σημαντική αγορά για τα μικροτσίπ της Nvidia.

Με δεδομένα τα στοιχεία αυτά, δεν είναι να απορεί κανείς με την απίστευτη σημερινή πρόβλεψη της Loop Capital Markets, η οποία ανέβασε την τιμή στόχο για την μετοχή της «βασίλισσας» των μικροτσίπ ΑΙ από τα 250 στα 350 δολάρια, ανοίγοντας το δρόμο για μια μυθική κεφαλαιοποίηση άνω των 8,5 τρισ. δολαρίων. Θυμίζουμε πως ήδη η Nvidia έγινε η πρώτη εταιρεία παγκοσμίως που ξεπέρασε σε αξία το φράγμα των 5 τρισ. δολαρίων και συνεχίζει να καλπάζει προς τα πάνω.

Πάντως, την ώρα που ο κλάδος του ΑΙ συνεχίζει να αναπτύσσεται, διαψεύδοντας τους φόβους των επενδυτών για τη δημιουργία «φούσκας», η παραδοσιακή βιομηχανική βάση της χώρας εξακολουθεί να δυσκολεύεται, παραπέμποντας σε μια εικόνα δύο ταχυτήτων τόσο για την οικονομία όσο και για το χρηματιστήριο. Η έκθεση του ινστιτούτου ISM είχε ιδιαίτερη βαρύτητα σε ένα διάστημα που το συνεχιζόμενο shutdown έχει περικόψει τη ροή μακροοικονομικών στοιχείων από τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες, αφήνοντας την αγορά να εξαρτάται από λίγες εκθέσεις του ιδιωτικού τομέα.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την έκθεση του ISM, η μεταποιητική δραστηριότητα υποχώρησε κατά 0,4 μονάδες και διαμορφώθηκε στις 48,7, ήτοι σταθερά κάτω από το όριο των 50 μονάδων που παραπέμπει σε ύφεση. Μάλιστα, με την επίδοση αυτή συμπλήρωσε τον όγδοο συνεχόμενο μήνα κάμψης, αποτυπώνοντας την αδυναμία του παραγωγικού τομέα και την κόπωση των βιομηχανιών από την παρατεταμένη εμπορική αβεβαιότητα. Την ίδια ώρα, ο πληθωρισμός παραμένει επίμονα υψηλός, μακριά από τον στόχο του 2% που θέτει η Fed, φέρνοντας το συμβούλιο ενώπιον δύσκολων διλημμάτων.

Μάλιστα, μέσα σε μία εβδομάδα, τα προγνωστικά των traders έχουν αλλάξει σημαντικά, δίδοντας πλέον περίπου 65% πιθανότητες σε νέα μείωση των επιτοκίων στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου, από πάνω από 90% που ήταν. Η διαφοροποίηση αυτή αποτυπώνεται και στις διαφορετικές κατευθύνσεις που δίνουν τα ίδια τα στελέχη του συμβουλίου σε δηλώσεις τους, επιβεβαιώνοντας τους φόβους της αγοράς πως η διχογνωμία στους κόλπους της FOMC κρατά γερά.

Ο Όστεν Γκουλσμπι, της Fed του Σικάγου, προειδοποίησε ότι ανησυχεί περισσότερο για τον πληθωρισμό παρά για την απασχόληση, η Μέρι Ντάλι της Fed του Σαν Φρανσίσκο τόνισε ότι το συμβούλιο πρέπει να «κρατήσει ανοιχτό μυαλό» για μια πιθανή νέα μείωση επιτοκίων τον Δεκέμβριο, ενώ η Λίζα Κουκ ακολούθησε την γραμμή του Τζερόμ Πάουελ επαναλαμβάνοντας ότι δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη μια νέα περικοπή. Αντιθέτως, ο Στίβεν Μίραν, που συνδέεται με τον πρώην πρόεδρο Τραμπ, επέμεινε ότι η πολιτική «παραμένει περιοριστική» και ότι χρειάζονται μεγαλύτερες μειώσεις.

«Οι ανησυχίες για τις υψηλές αποτιμήσεις επιμένουν, ενώ οι προοπτικές της Fed μοιάζουν πιο ασαφείς», σχολίασε η Ούλρικε Χόφμαν-Μπουρχάρντι της UBS Global Wealth Management, προσθέτοντας πως «παρά τα ισχυρά κέρδη φέτος, πιστεύουμε ότι η ανοδική αγορά έχει ακόμη δρόμο μπροστά της». Από την άλλη πλευρά, ο Μπρετ Κένγουελ της eToro υποστήριξε ότι ακόμη και μια διόρθωση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως νέα ευκαιρία επανατοποθέτησης μετά από το εξάμηνο ανοδικό σερί για τους δείκτες.

Με δεδομένα τα στοιχεία αυτά, η ταυτότητα των κερδισμένων και των χαμένων της συνεδρίασης ήταν σαφής. Οι τεχνολογικές έκαναν… πάρτι με οδηγό την Amazon και την Nvidia, με τον ευρύτερο κλάδο των μικροτσίπ να καλπάζει αποφέροντας σημαντικά κέρδη σε έτερους παίχτες όπως η Iren και η Micron Technology. Ειδικά η Amazon με άλμα 4% άγγιξε νέο ιστορικό υψηλό! Μίνι ράλι και για την Palantir Technologies, ενόψει της αποψινής ανακοίνωσης αποτελεσμάτων από την τεχνολογική, η οποία ήδη κατέχει τον τίτλο της πέμπτης μεγαλύτερης κερδισμένης για φέτος στον S&P 500 με κέρδη στο +165%.

Εξαίρεση στις Big Tech στάθηκε η Apple, καθώς η κατασκευάστρια των iPhone δυσκολεύτηκε να ακολουθήσει τον ανοδικό ρυθμό, με δημοσιεύματα να αναφέρουν ότι η Berkshire Hathaway του Γουόρεν Μπάφετ συνέχισε και το τρίτο τρίμηνο να πουλά μετοχές της εταιρείας, περιορίζοντας το μερίδιο της. Υπό πίεση βρέθηκε και ο βιομηχανικός κλάδος, ενώ αξιοσημείωτο ήταν το sell-off που κατέγραψε ο κλάδος των σπάνιων γαιών, μετά την ανακοίνωση του Λευκού Οίκου πως η Κίνα συμφώνησε να ανακαλέσει τους περιορισμούς στις εξαγωγές της. Οι ντόπιες αμερικανικές εταιρείες, όπως η MP Materials, η USA Rare Earth και η Energy Fuels, ήλπιζαν ότι θα ωφελούνταν από τους κινεζικούς περιορισμούς, με αποτέλεσμα οι μετοχές τους να καταγράψουν υψηλές έως και διψήφιες απώλειες.