Η αγορά εργασίας στις ΗΠΑ παρουσίασε απότομη επιβράδυνση τον Νοέμβριο, με 32.000 απολύσεις στον ιδιωτικό τομέα, κυρίως στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, σύμφωνα με την εταιρεία επεξεργασίας μισθοδοσίας ADP. Οι ανησυχίες για την κατάσταση της εγχώριας απασχόλησης εντείνονται, καθώς η ADP ανέφερε ότι τα προβλήματα είναι χειρότερα από ό,τι αναμενόταν. Η μείωση των νέων θέσεων εργασίας σηματοδότησε μια σημαντική πτώση σε σύγκριση με τον Οκτώβριο, ο οποίος είχε καταγράψει μια αναθεωρημένη αύξηση 47.000 θέσεων εργασίας, πολύ χαμηλότερη από την εκτίμηση των οικονομολόγων του Dow Jones για αύξηση 40.000.

Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις, που περιλαμβάνουν εταιρείες με 50 ή περισσότερους εργαζομένους, ανέφεραν καθαρό κέρδος 90.000 εργαζομένων. Οι τομείς που συνέβαλαν θετικά ήταν η εκπαίδευση και η υγεία με 33.000 νέες θέσεις, ενώ η ψυχαγωγία και η εστίαση πρόσθεσαν 13.000. Ωστόσο, η γενικευμένη υποχώρηση σε βασικούς κλάδους βάρυνε το συνολικό αποτέλεσμα. Οι μεγαλύτερες απώλειες καταγράφηκαν στις επαγγελματικές και επιχειρηματικές υπηρεσίες (-26.000), ακολούθησαν οι υπηρεσίες πληροφορικής (-20.000), η μεταποίηση (-18.000), καθώς και οι χρηματοοικονομικές και κατασκευαστικές δραστηριότητες, με απώλειες 9.000 θέσεων.

Παράλληλα, ο ρυθμός αύξησης των μισθών συνέχισε να επιβραδύνεται. Οι εργαζόμενοι που παρέμειναν στις θέσεις τους είδαν ετήσια αύξηση 4,4%, κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερη σε σχέση με τον Οκτώβριο. «Η δυναμική στις προσλήψεις παραμένει ασταθής, καθώς οι εργοδότες προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τη διστακτικότητα των καταναλωτών και ένα αβέβαιο μακροοικονομικό περιβάλλον», δήλωσε η επικεφαλής οικονομολόγος της ADP, Νέλα Ρίτσαρντσον. «Και παρότι η επιβράδυνση του Νοεμβρίου ήταν ευρεία, προήλθε κυρίως από την απότομη κάμψη στις μικρές επιχειρήσεις».

Η έκθεση της ADP είναι το τελευταίο σημαντικό στοιχείο που λαμβάνει υπόψη η Federal Reserve πριν από τη συνεδρίασή της στις 9-10 Δεκεμβρίου. Οι αγορές συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης τιμολογούν πλέον πιθανότητα σχεδόν 90% ότι η Fed θα προχωρήσει σε νέα μείωση των επιτοκίων κατά 0,25%, παρά τις ενστάσεις αξιωματούχων για το κατά πόσο απαιτείται περαιτέρω χαλάρωση.