Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) προβλέπει αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 2,1% φέτος και 2,2% το 2026, με επιβράδυνση στο 1,8% το 2027, καθώς η ισχυρή αύξηση των επενδύσεων αναμένεται να μετριαστεί. Η συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης στις δημόσιες δαπάνες το 2026 εκτιμάται στο 4% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με 2,1% φέτος, ενώ στη συνέχεια θα φθίνει, με αποτέλεσμα να επιβραδυνθεί η αύξηση των επενδύσεων από 8,8% το 2026 στο 1,5% το 2027.

Η κατανάλωση αναμένεται να παραμείνει ισχυρή, με ρυθμούς 2% το 2026 και 1,9% το 2027, στηριζόμενη στην αύξηση της απασχόλησης και των πραγματικών μισθών. Οι εξαγωγές θα βελτιωθούν καθώς θα ανακάμπτει η παγκόσμια ζήτηση. Ο πληθωρισμός προβλέπεται να μειωθεί στο 2,2% το 2026 και στο 2,1% το 2027, ενώ η αγορά εργασίας θα παραμείνει σφιχτή, με την ανεργία να αναμένεται να μειωθεί από το 8,7% φέτος στο 8,2% το 2026 και στο 8,1% το 2027.

Ο ΟΟΣΑ αναμένει πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα από 2,3% έως 2,9% του ΑΕΠ την περίοδο 2025-2027, τα οποία θα οδηγήσουν σε περαιτέρω μείωση του δημόσιου χρέους, από 145,8% του ΑΕΠ φέτος στο 139,4% το 2026 και στο 134,5% το 2027. Ο Οργανισμός τονίζει ότι η διατήρηση του δημόσιου χρέους σε σταθερή πτωτική τροχιά πρέπει να είναι προτεραιότητα, καθώς οι ανάγκες για επενδύσεις και το κόστος από τη γήρανση του πληθυσμού παραμένουν υψηλές.

Η έκθεση υπογραμμίζει την ανάγκη συνέχισης των μεταρρυθμίσεων για τη διατήρηση ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης και τη μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Συνιστά τη συνέχιση πρόσφατων μέτρων για τη βελτίωση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις και τη μείωση των περιορισμών στην άσκηση ελεύθερων επαγγελμάτων, κυρίως για συμβολαιογράφους και δικηγόρους. Επίσης, προτείνει τη δημιουργία νέας ισορροπίας στην αγορά εργασίας μέσω εκπαίδευσης και συμβουλευτικής στήριξης των ανέργων, καθώς και την παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για την κάλυψη των αναγκών των επιχειρήσεων.

Τέλος, προτείνει τη βελτίωση της πρόσβασης στη φροντίδα των παιδιών, με τη στροφή των δημόσιων δαπανών προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε να ενθαρρυνθεί η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό.

Για την παγκόσμια οικονομία, ο ΟΟΣΑ αναφέρει ότι έχει δείξει ανθεκτικότητα φέτος, παρά τις ανησυχίες για μια πιο απότομη επιβράδυνση λόγω των υψηλότερων δασμών και της αβεβαιότητας για τις πολιτικές. Οι προβλέψεις δείχνουν μικρή επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης από 3,3% το 2024 σε 3,2% το 2025 και 2,9% το 2026, ακολουθούμενη από μικρή ανάκαμψη στο 3,1% το 2027.

Για την Ευρωζώνη, προβλέπεται ανάπτυξη 1,2% το 2026 και 1,4% το 2027, από 1,3% φέτος. Στις ΗΠΑ, ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ αναμένεται να επιβραδυνθεί στο 1,7% το 2026 από 2% φέτος και να αυξηθεί στο 1,9% το 2027. Ο πληθωρισμός αναμένεται να επιστρέψει σταδιακά στον στόχο στις περισσότερες μεγάλες οικονομίες μέχρι τα μέσα του 2027.

Στην έκθεση, με τίτλο «Ανθεκτική ανάκαμψη, αλλά με αυξανόμενες ευπάθειες», ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι η οικονομική δραστηριότητα διατηρήθηκε φέτος χάρη στην αύξηση της παραγωγής και του εμπορίου, στις ισχυρές επενδύσεις στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης και στις υποστηρικτικές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές. Ωστόσο, η ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου επιβραδύνθηκε το δεύτερο τρίμηνο του 2025, και οι υψηλότεροι δασμοί αναμένεται να οδηγήσουν σε αύξηση των τιμών, επιβραδύνοντας την κατανάλωση των νοικοκυριών και τις επιχειρηματικές επενδύσεις.

Οι αγορές εργασίας παραμένουν σχετικά σφιχτές, αλλά δείχνουν σημάδια χαλάρωσης, καθώς η προσφορά θέσεων εργασίας έχει επιστρέψει στα προ πανδημίας επίπεδα. Η έκθεση προβλέπει ήπια αρνητική επίπτωση στην παγκόσμια οικονομία από τις αυξήσεις των δασμών και την αυξημένη αβεβαιότητα, αλλά οι προοπτικές παραμένουν αβέβαιες. Μια περαιτέρω αύξηση των εμπορικών εμποδίων θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντική ζημιά στις αλυσίδες εφοδιασμού και στην παγκόσμια παραγωγή.

Οι υψηλές αποτιμήσεις των περιουσιακών στοιχείων που βασίζονται σε αισιόδοξες προσδοκίες για τα εταιρικά κέρδη λόγω της τεχνητής νοημοσύνης ενέχουν τον κίνδυνο απότομων διορθώσεων των τιμών. Οι δημοσιονομικές ευπάθειες ενδέχεται να ωθήσουν προς τα πάνω τις μακροπρόθεσμες αποδόσεις των κρατικών ομολόγων, οδηγώντας σε αυστηρότερες χρηματοπιστωτικές συνθήκες και παρεμποδίζοντας την ανάπτυξη. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να αντιμετωπίσουν τις υφιστάμενες αδυναμίες, να προωθήσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να βελτιώσουν τα δημόσια οικονομικά, προκειμένου να ενισχύσουν τις προοπτικές ανάπτυξης και το βιοτικό επίπεδο.