Η μετοχή της Oracle δέχεται σοβαρό πλήγμα το τρέχον τρίμηνο, σημειώνοντας πτώση περίπου 30% και κατευθύνεται προς τη χειρότερη επίδοσή της από το τρίτο τρίμηνο του 2001, όταν είχε υποχωρήσει σχεδόν 34%. Οι επενδυτές γίνονται ολοένα και πιο επιφυλακτικοί σχετικά με τη δυνατότητα του τεχνολογικού ομίλου να υλοποιήσει το φιλόδοξο επενδυτικό του πρόγραμμα σε υποδομές τεχνητής νοημοσύνης και νέα data centers για λογαριασμό της OpenAI. Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων τριμήνου στις αρχές Δεκεμβρίου, όπου τα έσοδα και οι ελεύθερες ταμειακές ροές ήταν κατώτερα των εκτιμήσεων.
Στην τηλεδιάσκεψη, ο νέος CFO Νταγκ Κέρρινγκ ανακοίνωσε επενδυτικό πλάνο κεφαλαιουχικών δαπανών ύψους 50 δισ. δολαρίων για το 2026, 43% υψηλότερο από ό,τι είχε παρουσιαστεί τον Σεπτέμβριο και διπλάσιο σε σχέση με πέρυσι. Επίσης, ανακοινώθηκαν συμβάσεις μισθώσεων 248 δισ. δολαρίων για την ενίσχυση της υπολογιστικής ισχύος στο cloud, πέρα από τα νέα κέντρα δεδομένων. Όπως μεταδίδει το CNBC, η στρατηγική «υπερανάπτυξης» απαιτεί σημαντικό νέο δανεισμό. Τον Σεπτέμβριο, η Oracle προχώρησε σε έκδοση ομολόγων 18 δισ. δολαρίων, μία από τις μεγαλύτερες στην ιστορία του κλάδου.
Παρά τη δέσμευση της διοίκησης ότι θα διατηρηθεί η επενδυτική βαθμίδα, μέρος της αγοράς παραμένει δύσπιστο, γεγονός που αποτυπώνεται στην άνοδο των ασφαλίστρων κινδύνου (CDS) της εταιρείας. Αναλυτές της D.A. Davidson προειδοποίησαν ότι ενδέχεται να απαιτηθεί αναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας με την OpenAI, εάν οι υποχρεώσεις αποδειχθούν υπέρμετρες. Η νέα διευθυντική ομάδα, με τους Κλέι Μαγκούιρκ και Μάικ Σισίλια στη θέση των δύο CEOs, ανέλαβε καθήκοντα σε κλίμα έντονων προσδοκιών.
Περίπου δύο εβδομάδες πριν την αλλαγή ηγεσίας, η Oracle είχε ανακοινώσει εκρηκτική αύξηση 359% στο ανεκτέλεστο υπόλοιπο συμβολαίων, κυρίως λόγω της συμφωνίας με την OpenAI, ύψους άνω των 300 δισ. δολαρίων. Η μετοχή τότε είχε εκτιναχθεί έως και 36%, αγγίζοντας ιστορικό υψηλό ενδοσυνεδριακά. Έκτοτε, ωστόσο, έχει απολέσει περίπου το 43% της αξίας της. Παρά μια μικρή αντίδραση μετά τη συμφωνία της TikTok να μεταβιβάσει τμήμα των δραστηριοτήτων της στις ΗΠΑ σε κοινοπραξία με τη συμμετοχή της Oracle, οι ανησυχίες γύρω από το μεγάλο επενδυτικό ρίσκο και την εξάρτηση από έναν μόνο «υπέρ-πελάτη» παραμένουν.
Στο επίκεντρο βρίσκεται το στοίχημα της εταιρείας ότι η ραγδαία επέκταση σε υποδομές AI -με πυρήνα τις GPU της Nvidia– θα μεταμορφώσει τον όμιλο σε πάροχο υπηρεσιών υψηλής ανάπτυξης. Το τίμημα, όμως, είναι η πίεση στα περιθώρια. Από μικτό περιθώριο 77% το 2021, οι προβλέψεις δείχνουν πτώση κοντά στο 49% έως το 2030, με σωρευτικές αρνητικές ελεύθερες ταμειακές ροές περίπου 34 δισ. δολαρίων στα επόμενα πέντε χρόνια, πριν επιστρέψουν σε θετικό έδαφος.
Ορισμένοι επενδυτές δυσκολεύονται να «αγκαλιάσουν» ένα πλάνο που προϋποθέτει πολλά χρόνια έντονων δαπανών και υψηλής αβεβαιότητας, ιδίως όταν η Oracle εξακολουθεί να υστερεί σε μερίδιο αγοράς στο cloud έναντι των Amazon, Microsoft και Google. Παρά το ενισχυμένο πελατολόγιο -από την Meta και την Uber έως το xAI του Έλον Μασκ- μεγάλες εταιρείες λογισμικού όπως η Databricks και η Snowflake δεν έχουν ακόμη φέρει τις υπηρεσίες τους στο cloud της Oracle.
Η αισιόδοξη πλευρά της αγοράς πιστεύει ότι, εάν η Oracle αποδείξει στην πράξη πως μπορεί να υλοποιήσει με επιτυχία μερικά από τα μεγαλύτερα clusters εκπαίδευσης AI παγκοσμίως και να παραδώσει χωρητικότητα στον χρόνο και στο κόστος που υπόσχεται, τότε η αντίληψη για την εταιρεία θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά. Μέχρι τότε, όμως, η μετοχή θα συνεχίσει να κινείται ανάμεσα σε μεγάλες προσδοκίες και εξίσου μεγάλες αμφιβολίες.