Ο δείκτης S&P 500 υποχώρησε για τρίτη συνεχόμενη συνεδρίαση, καθώς οι επενδυτές «χώνεψαν» τα νέα, καθυστερημένα στοιχεία για την απασχόληση του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ. Ο ευρύτερος δείκτης της αγοράς σημείωσε πτώση 0,24%, κλείνοντας στις 6.800,26 μονάδες, ενώ ο Dow Jones υποχώρησε κατά 302,30 μονάδες ή 0,62%, τερματίζοντας στις 48.114,26 μονάδες. Αντίθετα, ο Nasdaq ενισχύθηκε 0,23%, κλείνοντας στις 23.111,46 μονάδες.
Σημαντικές πιέσεις δέχθηκε και το αμερικανικό αργό πετρέλαιο, υποχωρώντας κάτω από τα 55 δολάρια το βαρέλι και φτάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο από τις αρχές του 2021. Μαζί του κινήθηκαν πτωτικά και οι ενεργειακές μετοχές. Οι μετοχές των πετρελαϊκών κολοσσών Exxon Mobil και Chevron υποχώρησαν περίπου κατά 2% εκάστη, ενώ απώλειες κατέγραψαν επίσης εταιρείες όπως οι ConocoPhillips και Marathon Petroleum.
Νωρίτερα, τα στοιχεία για την απασχόληση του Νοεμβρίου αποδείχθηκαν καλύτερα των προβλέψεων, δείχνοντας αύξηση 64.000 θέσεων εργασίας, σύμφωνα με το Γραφείο Στατιστικής Εργασίας (BLS). Οικονομολόγοι που συμμετείχαν σε έρευνα του Dow Jones ανέμεναν αύξηση των θέσεων εργασίας κατά 45.000. Ωστόσο, το BLS ανέφερε ότι τον Οκτώβριο χάθηκαν 105.000 θέσεις εργασίας. Το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε επίσης στο 4,6%, υψηλότερα από την πρόβλεψη του Dow Jones για 4,5%, εντείνοντας τις ανησυχίες για την κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας.
Οι πιθανότητες για μείωση επιτοκίων από τη Fed τον επόμενο μήνα δεν άλλαξαν μετά τα τελευταία στοιχεία για την απασχόληση, καθώς το εργαλείο CME FedWatch δίνει ελάχιστες πιθανότητες για νέα μείωση τον Ιανουάριο. Οι συναλλασσόμενοι προεξοφλούν επί του παρόντος πιθανότητα 24% για μείωση επιτοκίων τον επόμενο μήνα, ίδια με την προηγούμενη ημέρα.
«Τα σημερινά στοιχεία σκιαγραφούν μια οικονομία που παίρνει ανάσα», δήλωσε η Τζίνα Μπόλβιν, πρόεδρος της Bolvin Wealth Management Group. «Η αύξηση της απασχόλησης αντέχει, αλλά αρχίζουν να εμφανίζονται ρωγμές. Οι καταναλωτές παραμένουν όρθιοι, αλλά δεν τρέχουν. Αυτός ο συνδυασμός δίνει στη Fed μεγαλύτερη ευελιξία να αλλάξει πορεία χωρίς πανικό, ενώ προσφέρει στους επενδυτές λόγο να στραφούν στην ποιότητα, στο εισόδημα και σε μακροπρόθεσμα θέματα».
Οι κινήσεις στους τρεις βασικούς δείκτες σηματοδότησαν άλλη μία πτωτική ημέρα αυτή την εβδομάδα, καθώς και η συνεδρίαση της Δευτέρας είχε δεχθεί πιέσεις από απώλειες σε βασικές μετοχές τεχνητής νοημοσύνης. Ενδεικτικά, οι Broadcom, Oracle και Microsoft έκλεισαν χαμηλότερα, καθώς οι επενδυτές συνέχισαν να κατοχυρώνουν κέρδη από τις μετοχές AI με ισχυρή άνοδο και να μετακινούνται σε άλλους τομείς της αγοράς, όπως η υγεία και οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας.
«Η αγορά πουλάει σήμερα και υπάρχουν αντικρουόμενες δυνάμεις», δήλωσε στο CNBC ο Έρικ Ντίτον, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της The Wealth Alliance. «Όλοι αναρωτιούνται: “Τελείωσε το ράλι της τεχνητής νοημοσύνης;” Είναι απολύτως φυσιολογικό το trade της AI και της τεχνολογίας γενικότερα να υποχωρεί και να παίρνει μια ανάσα».
«Υπάρχουν κίνδυνοι; Φυσικά», πρόσθεσε. «Αλλά πρόκειται για μια ανθυγιεινή αγορά; Όχι, στην πραγματικότητα βλέπουμε μια διεύρυνση της αγοράς».
Σε επίπεδα ρεκόρ η Tesla. Μετά από βουτιά 36% στο πρώτο τρίμηνο – τη χειρότερη περίοδο από το 2022 – η μετοχή της Tesla έχει ανακάμψει πλήρως, κλείνοντας σήμερα σε επίπεδα ρεκόρ στα 489,88 δολάρια, με άνοδο 3,1%. Πλέον καταγράφει κέρδη 21% από την αρχή του έτους.
Το προηγούμενο ενδοσυνεδριακό υψηλό ήταν τα 488,54 δολάρια, σχεδόν ακριβώς πριν από έναν χρόνο, ενώ το προηγούμενο ρεκόρ κλεισίματος ήταν τα 479,86 δολάρια. Η μετοχή πήρε ώθηση αυτή την εβδομάδα, αφότου ο διευθύνων σύμβουλος Έλον Μασκ, ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, δήλωσε ότι η Tesla δοκιμάζει οχήματα χωρίς οδηγό στο Όστιν του Τέξας χωρίς επιβάτες, σχεδόν έξι μήνες μετά την έναρξη πιλοτικού προγράμματος με οδηγούς ασφαλείας.
Μετά το ράλι, η κεφαλαιοποίηση της Tesla ανήλθε στα 1,63 τρισ. δολάρια, καθιστώντας την την έβδομη πολυτιμότερη εισηγμένη εταιρεία παγκοσμίως, πίσω από τις Nvidia, Apple, Alphabet, Microsoft, Amazon και Meta, και οριακά μπροστά από τη Broadcom. Η καθαρή περιουσία του Μασκ διαμορφώνεται πλέον περίπου στα 684 δισ. δολάρια, σύμφωνα με το Forbes, περισσότερα από 430 δισ. δολάρια μπροστά από τον συνιδρυτή της Google, Λάρι Πέιτζ, που βρίσκεται στη δεύτερη θέση της λίστας.