Δέκα χρόνια μετά την πρώτη απόπειρα για μια πραγματική Ένωση Κεφαλαιαγορών, η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει να αντιμετωπίζει κατακερματισμένες αγορές και αποταμιευτές που της γυρίζουν την πλάτη. Όπως αναφέρει το Reuters, από το 2015 έχουν γίνει πάνω από 60 νομοθετικές παρεμβάσεις, αλλά οι εθνικές αγορές παραμένουν κατακερματισμένες, η εποπτεία δεν έχει ενοποιηθεί και η καχυποψία των πολιτών απέναντι σε προϊόντα επενδύσεων λειτουργεί αποτρεπτικά.

Αύριο, Τετάρτη, η Κομισιόν θα παρουσιάσει ένα νέο σχέδιο – την Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων (SIU) – προσπαθώντας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα που έχει εξελιχθεί σε δομική αδυναμία: η Ευρώπη αποταμιεύει, αλλά δεν επενδύει.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ενρίκο Λέττα, 300 δισ. ευρώ αποταμιεύσεων «φεύγουν» κάθε χρόνο από την ήπειρο, κυρίως προς τις ΗΠΑ, όπου οι αποδόσεις είναι υψηλότερες και οι αγορές πιο βαθιές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα κεφάλαια που θα μπορούσαν να στηρίξουν την ευρωπαϊκή οικονομία να τροφοδοτούν αμερικανικές εταιρείες, οι οποίες στη συνέχεια επενδύουν ξανά στην Ευρώπη. Ο Λέττα χαρακτήρισε αυτή τη ροή κεφαλαίων «συλλογική αυτοχειρία», μια διαδικασία που αποδυναμώνει την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα και τις δυνατότητες χρηματοδότησης της μετάβασης στην τεχνολογία, την άμυνα και την πράσινη ενέργεια.

Τα στοιχεία δείχνουν επίσης μια εμμονή με τη ρευστότητα. Οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών σε μετρητά και καταθέσεις έχουν αυξηθεί κατά 15% μέσα σε πέντε χρόνια, φθάνοντας τα 12,1 τρισ. ευρώ, που αντιπροσωπεύει περίπου το 30% του συνολικού πλούτου των ευρωπαϊκών νοικοκυριών. Στις ΗΠΑ, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 11%. Στη Γερμανία, πάνω από 40% των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων είναι σε μετρητά ή καταθέσεις, ενώ μόλις 12% σε μετοχές.

Με δεδομένη τη στασιμότητα της Ένωσης Κεφαλαιαγορών, ορισμένα κράτη-μέλη αποφασίζουν να κινηθούν μόνα τους. Επτά χώρες, με πρωτοβουλία της Ισπανίας, έχουν ξεκινήσει πιλοτικό πρόγραμμα για τη δημιουργία του σήματος «Finance Europe», ένα ενιαίο ευρωπαϊκό Label που θα βοηθά τους αποταμιευτές να εντοπίζουν προϊόντα που επενδύουν σε ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Η διαδικασία εξελίσσεται πιο αργά από το αναμενόμενο, αλλά η Μαδρίτη εκτιμά ότι θα έχει κάτι ανακοινώσιμο στις αρχές του 2026.

Η ευρωπαϊκή εκδοχή του ιταλικού PIR (Piani Individuali di Risparmio) εξετάζεται, με στόχο να διοχετεύει υποχρεωτικά το μεγαλύτερο μέρος των επενδυμένων κεφαλαίων σε επιχειρήσεις της Ε.Ε., αφήνοντας ένα μικρό ποσοστό για εγχώριες επιλογές.

Το σχέδιο για την SIU έρχεται ως εξέλιξη της Retail Investment Strategy, αλλά με διαφορετική φιλοσοφία: λιγότερη γραφειοκρατία, περισσότερη ενοποίηση της αγοράς και ενίσχυση της εμπιστοσύνης. Ανάμεσα στα μέτρα που εξετάζονται είναι η μεταφορά περισσότερων αρμοδιοτήτων στην ESMA για πιο ενιαίο εποπτικό πλαίσιο, η μείωση εμποδίων για τη διασυνοριακή διακίνηση κεφαλαίων και η ενίσχυση της διαφάνειας και μείωση του κόστους για τα επενδυτικά προϊόντα που απευθύνονται σε ιδιώτες.

Ωστόσο, η απροθυμία των πολιτών να στραφούν σε επενδύσεις δεν είναι μόνο θέμα κουλτούρας ή εποπτείας, αλλά και θέμα απόδοσης. Η καθαρή περιουσία των ευρωπαϊκών νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 55% την περίοδο 2009–2023, ενώ στις ΗΠΑ η αύξηση ήταν 151%. Οι ευρωπαϊκοί λογαριασμοί όψεως απέδιδαν κατά μέσο όρο 0,25% τον Σεπτέμβριο, ενώ οι προθεσμιακές καταθέσεις έφθαναν στο 1,78%, πάλι κάτω από τον πληθωρισμό.

Η καχυποψία, οι υψηλές προμήθειες και η έλλειψη διαφάνειας επηρεάζουν την ψυχολογία των πολιτών. Ο Τζέι Εμ Κάμπα της EBA ζητά «περισσότερη δράση» για την εφαρμογή των προτάσεων Ντράγκι, ενώ ο Λέττα προειδοποιεί ότι η SIU θα αποτύχει εάν παραμείνει «ένα σχέδιο για τους insiders των αγορών». Το πρόβλημα είναι βαθιά πολιτισμικό, με τη δυσπιστία να έχει ρίζες σε πρακτικές κακής συμβουλευτικής.

Η δυνατότητα να χρηματοδοτηθούν οι τεράστιες ανάγκες της επόμενης δεκαετίας – άμυνα, ενεργειακή μετάβαση, ψηφιοποίηση, AI – εξαρτάται από το αν η Ευρώπη θα μπορέσει να κατευθύνει τις αποταμιεύσεις των πολιτών της σε παραγωγικές επενδύσεις. Η ήπειρος δεν πάσχει από έλλειψη αποταμίευσης, αλλά από έλλειψη καναλιών επένδυσης και έλλειψη εμπιστοσύνης. Η SIU και οι εθνικές πρωτοβουλίες αποτελούν βήματα προς τα εμπρός, αλλά χωρίς πολιτική βούληση και πραγματική ενοποίηση των αγορών κεφαλαίου, η Ε.Ε. κινδυνεύει να παραμείνει μια οικονομία όπου το χρήμα αποταμιεύεται, αλλά δεν επενδύεται.