Η Ελλάδα, έχοντας ανακάμψει από τη μεγάλη οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, έχει κερδίσει αξιοπιστία και θεωρείται παράδειγμα ανθεκτικότητας, ανέφερε ο γενικός διευθυντής της Ναυτεμπορικής, Σπύρος Κτενάς, κατά την έναρξη του 4ου Οικονομικού Συνεδρίου της «Ν» στο Ζάππειο Μέγαρο. Ο κ. Κτενάς σημείωσε ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα προόδου, αν και υπάρχει ακόμη δρόμος να διανυθεί.
Τα ελληνικά κρατικά ομόλογα έχουν αποδόσεις συγκρίσιμες με αυτές των περισσότερων κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Από το 2019 μέχρι σήμερα, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνονται σταδιακά, από περίπου 11% το 2019, αναμένονται φέτος στο 16,9%. Ωστόσο, απέχουμε περίπου πέντε ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ για να καλύψουμε το κενό που μας χωρίζει με την Ευρώπη, τόνισε ο κ. Κτενάς. Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται με ταχύ ρυθμό και το τραπεζικό σύστημα έχει σε σημαντικό βαθμό εξυγιανθεί. Ως μέλος της Ευρωζώνης, η Ελλάδα κέρδισε την αξιοπιστία της με θυσίες, επανερχόμενη στην κανονικότητα. Ωστόσο, κινείται με χαμηλή παραγωγικότητα, γεγονός που αποτελεί σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα για την γρήγορη ανάκαμψη της οικονομίας, όπως επεσήμαναν πρόσφατα αναλυτές των οίκων αξιολόγησης Moody’s, S&P, Fitch και DBRS.
Στο κοινωνικό επίπεδο, ωστόσο, υπάρχουν σοβαρές υστερήσεις. Η διαρκής αύξηση των ληξιπρόθεσμων χρεών προς την εφορία, που έφτασαν στα 111,6 δισ. ευρώ, σχεδόν στο 50% του ΑΕΠ, δείχνει πρόβλημα στην πραγματική οικονομία. Επιπλέον, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τον ΕΦΚΑ και τα ασφαλιστικά ταμεία ανέρχονται σε 50,3 δισ. ευρώ. Οι Έλληνες δεν αποταμιεύουν και φαίνεται να ξοδεύουν περισσότερα από όσα κερδίζουν. Στο πρώτο τρίμηνο του 2025, σύμφωνα με τη Eurostat, το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών διαμορφώθηκε στο 15,4% στο σύνολο της ευρωζώνης, αλλά στην Ελλάδα ήταν αρνητικό, στο -3,6%. Τα εισοδήματα παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, με τις έρευνες της Eurostat να δείχνουν ότι οι Έλληνες βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ, με βάση την αγοραστική τους δύναμη.
Ο γενικός διευθυντής της «Ν» σημείωσε ότι «σκιαγραφώντας το όραμα της ελληνικής οικονομίας – αντικείμενο και του σημερινού μας συνεδρίου – αξίζει να σημειώσουμε τα παρακάτω»: «Η χώρα χρειάζεται ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, μια ολοκληρωμένη στρατηγική για τη βιομηχανία. Με έμφαση στην καινοτομία, στη βιωσιμότητα, στον ψηφιακό μετασχηματισμό, στις σύγχρονες δεξιότητες και υποδομές, και στην εξωστρέφεια, το μερίδιο της μεταποίησης στο Ελληνικό ΑΕΠ μπορεί να φτάσει το 15% σε βάθος δεκαετίας», τόνισε ο κ. Κτενάς.
«Η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου και των υδρογονανθράκων αποτελεί επίσης κρίσιμο παράγοντα ανάπτυξης της χώρας, ενώ οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα συνεχίσουν να αποτελούν ισχυρό πλεονέκτημα της χώρας που εδράζεται στη γεωγραφική της θέση», σημείωσε ο γενικός διευθυντής της Ναυτεμπορικής. «Η ανάπτυξη των εφοδιαστικών αλυσίδων (logistics) και οι επενδύσεις σε υποδομές – λιμάνια, μαρίνες, δίκτυα μεταφορών – μπορούν να ενισχύσουν τον ρόλο της Ελλάδας στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού», επεσήμανε ο κ. Κτενάς.
«Ο ψηφιακός μετασχηματισμός και οι υπηρεσίες παρουσιάζουν, επίσης, δυναμικές προοπτικές ανάπτυξης. Οι επενδύσεις στην τεχνητή νοημοσύνη και τις ψηφιακές υποδομές μπορούν να επιφέρουν βελτίωση της παραγωγικότητας σε όλους τους τομείς και να συμβάλουν στον μετασχηματισμό της Ελλάδας», συνέχισε ο γενικός διευθυντής της «Ν». «Η αμυντική βιομηχανία αποτελεί επίσης έναν νέο, στρατηγικής σημασίας τομέα, αρκεί η χώρα να εξασφαλίσει ενεργό συμμετοχή σε διεθνή προγράμματα και να αυξήσει την εγχώρια παραγωγή της», τόνισε ο κ. Κτενάς.
«Η προώθηση σοβαρών μεταρρυθμίσεων είναι απαραίτητη. Ιδιαίτερη σημασία έχουν τα μέτρα για την πάταξη της διαφθοράς, τη μείωση της γραφειοκρατίας, και κυρίως αυτής που επηρεάζει αρνητικά το επιχειρηματικό περιβάλλον και τις επενδύσεις, τα μέτρα για την αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, τα μέτρα για την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και τα μέτρα για την αντιμετώπιση των δημογραφικών πιέσεων», κατέληξε ο γενικός διευθυντής της Ναυτεμπορικής, ανοίγοντας τις εργασίες του 4ου Οικονομικού Συνεδρίου της «Ν».