Από τα τσιπ της Nvidia μέχρι τις ενέσεις της Novo Nordisk, η Wall Street φαίνεται να αναζητά κάθε λίγα χρόνια το νέο της «πετρέλαιο» — τον τομέα που υπόσχεται να αλλάξει τον κόσμο και να γεμίσει τα ταμεία των επενδυτών. Μετά την τεχνητή νοημοσύνη, η νέα μανία είναι το αδυνάτισμα. Ο πόλεμος δισεκατομμυρίων για τη μικρή Metsera, μια startup χωρίς καν εγκεκριμένο φάρμακο, δείχνει πόσο ποντάρουν οι κολοσσοί σε ένα «θαύμα» ή, κατά μερίδα αναλυτών, πώς χτίζεται – και πώς κινδυνεύει να σκάσει – η επόμενη μεγάλη φούσκα της Wall Street.
Η ζήτηση για τα προϊόντα της τεχνητής νοημοσύνης, καθώς και για τις θεραπείες κατά της παχυσαρκίας, αυξάνεται, με τις «μαγικές» ενέσεις (ή και χάπια σύντομα) να υπόσχονται γρήγορη και αποτελεσματική απώλεια βάρους. Μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια, η αγορά των φαρμάκων κατά της παχυσαρκίας έχει μετατραπεί σε επενδυτική εμμονή. Η επιτυχία των Ozempic και Wegovy εκτόξευσε τη Novo Nordisk και την Eli Lilly σε κεφαλαιοποιήσεις που ξεπερνούν το 1 τρισ. δολάρια.
Οι επενδυτές, μεθυσμένοι από τις αποδόσεις, αναζητούν την επόμενη Metsera, όπως πριν λίγους μήνες αναζητούσαν την επόμενη OpenAI. Η αναλογία με την τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι τυχαία. Και στις δύο περιπτώσεις, το αφήγημα είναι το ίδιο: μια τεχνολογική υπόσχεση που μπορεί να αλλάξει τη ζωή των ανθρώπων — και που, αν πετύχει, θα αλλάξει και τον πλούτο του πλανήτη.
Η Metsera ιδρύθηκε μόλις πριν από τρία χρόνια, απασχολεί περίπου 100 εργαζομένους και δεν έχει κανένα εγκεκριμένο φάρμακο. Παρ’ όλα αυτά, η Pfizer και η Novo Nordisk «σφάζονται στην ποδιά της» με προσφορές που φτάνουν τα 10 δισ. δολάρια. Πρόκειται για premium 159% σε σχέση με την αξία της πριν από δύο μήνες — μια αποτίμηση που θυμίζει έντονα την περίοδο που η Wall Street αποτιμούσε εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης με βάση υποσχέσεις και όχι προϊόντα.
Ο CEO της Pfizer, Άλμπερτ Μπουρλά, επιμένει ότι η προσφορά της Novo είναι «ανεδαφική». Όμως η αγορά δεν φαίνεται να ανησυχεί: το αφήγημα έχει ήδη αρχίσει να γράφεται. Η AI trade έχει γίνει συνώνυμο μετοχικού πλούτου. Η Nvidia, η Microsoft και η Alphabet έγιναν οι «ευνοούμενες» μιας γενιάς επενδυτών που έψαχναν το νέο dot-com — αλλά με ισχυρά θεμελιώδη.
Σήμερα, η σκυτάλη περνά στην “GLP-1 economy”, όπως ονομάζεται από τους αναλυτές η νέα βιοτεχνολογική φρενίτιδα γύρω από τα φάρμακα τύπου Ozempic και Mounjaro. Οι αναλυτές της TD Cowen εκτιμούν ότι η αγορά θα διπλασιαστεί ως το 2030, φτάνοντας τα 139 δισ. δολάρια. Η λογική είναι η ίδια: μια υπόσχεση με παγκόσμιο αποτύπωμα, που αγγίζει την υγεία, την εμφάνιση, την ψυχολογία και – φυσικά – την κατανάλωση. Για κάθε φάρμακο, δημιουργείται ένας ολόκληρος οικονομικός μικρόκοσμος: διατροφικά προϊόντα, ασφάλειες, startups, γυμναστήρια, wearables.
Αν και η ζήτηση είναι πραγματική, η ανησυχία για την υπερβολή (όχι στο μέτωπο της επιστήμης, αλλά στη χρηματιστηριακή σφαίρα) υπάρχει. Οι οικονομολόγοι γνωρίζουν ότι κάθε φούσκα ξεκινά από ένα μεγάλο αφήγημα. Στη δεκαετία του 1990, ήταν το διαδίκτυο. Το 2010, τα social media. Το 2020, η τεχνητή νοημοσύνη. Το 2025, ίσως είναι τα φάρμακα κατά της παχυσαρκίας. Το κοινό στοιχείο; Η πίστη ότι κάτι θεμελιώδες αλλάζει για πάντα. Όσο το αφήγημα διατηρείται, οι αποτιμήσεις φουσκώνουν πέρα από κάθε μέτρο.
Η αγορά της Metsera δεν είναι απλώς μια εξαγορά — είναι η αντανάκλαση της πίστης της Wall Street ότι μπορεί να αγοράσει το μέλλον ή ακόμη και το «θαύμα». Η πρόοδος στη φαρμακοβιομηχανία είναι αναμφισβήτητη. Τα φάρμακα που μειώνουν το βάρος κατά 20% αλλάζουν ιατρικά πρωτόκολλα και σώζουν ζωές. Όμως, για τη Wall Street, το στοίχημα δεν είναι ιατρικό – είναι κερδοσκοπικό.
Όπως έδειξε και η Metsera, οι επενδυτές πληρώνουν ήδη για υποσχέσεις, όχι για αποτελέσματα. Και αυτή είναι ακριβώς η συνταγή με την οποία ξεκινούν οι φούσκες. Η αγορά χρειάζεται πάντα μια νέα ιστορία για να πιστέψει. Σήμερα, το αφήγημα είναι ότι το χάπι της παχυσαρκίας μπορεί να γίνει το επόμενο iPhone ή το ChatGPT της ιατρικής ή πολύ περισσότερο κάτι τόσο καθοριστικής σημασίας για την οικονομία όσο το πετρέλαιο. Ίσως πράγματι αλλάξει τον κόσμο. Ίσως όμως, όπως συμβαίνει πάντα στη Wall Street, να αλλάξει πρώτα τους λογαριασμούς — και μετά τις πεποιθήσεις.