Η διεθνής αγορά χαλκού το 2025 βίωσε μία από τις πιο ταραχώδεις χρονιές της, καθώς πολλές φυσικές καταστροφές έπληξαν μεγάλα κοιτάσματα σε τρεις ηπείρους. Στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, η σεισμική δραστηριότητα προκάλεσε εκτεταμένες πλημμύρες στο συγκρότημα εξόρυξης Kamoa–Kakula, ενώ στη Χιλή το ορυχείο El Teniente υπέστη θανατηφόρα κατάρρευση σήραγγας. Στην Ινδονησία, το θρυλικό ορυχείο Grasberg, ένα από τα μεγαλύτερα παγκοσμίως, επλήγη από φονική κατολίσθηση. Αυτά τα σοβαρά περιστατικά οδήγησαν πολλές εταιρείες να αναθεωρήσουν τις προβλέψεις παραγωγής, τη στιγμή που η παγκόσμια ζήτηση συνεχίζει να αυξάνεται. Ως αποτέλεσμα, η αγορά κινήθηκε ανοδικά με πρωτοφανή δυναμική: τον Δεκέμβριο, οι τιμές στο Χρηματιστήριο Μετάλλων του Λονδίνου ξεπέρασαν τα 11.700 δολάρια ανά τόνο, φτάνοντας σε ιστορικό υψηλό.
Ο χαλκός, όπως το πετρέλαιο που καθόρισε τη γεωπολιτική του 20ού αιώνα, εξελίσσεται σε κρίσιμο πόρο για τον κόσμο που βασίζεται πλέον σε ηλεκτρική ενέργεια, δίκτυα, ψηφιακές υποδομές και τεχνητή νοημοσύνη. Το μέταλλο είναι απαραίτητο σε κάθε ηλεκτρικό προϊόν: από smartphones και ψυγεία μέχρι κέντρα δεδομένων και ηλεκτρικά οχήματα, τα οποία απαιτούν τριπλάσιες ποσότητες χαλκού σε σχέση με τα συμβατικά αυτοκίνητα. Παρά τη σταθερή αύξηση της ζήτησης, η προσφορά φαίνεται να μην μπορεί να ανταποκριθεί. Σύμφωνα με τη BloombergNEF, η αγορά ενδέχεται να αντιμετωπίσει μεγάλο έλλειμμα ήδη από το 2026.
Την ίδια στιγμή, οι προσδοκίες ότι ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ θα επιβάλει δασμούς στα διυλισμένα προϊόντα έχουν οδηγήσει σε μαζικές εισαγωγές και συσσώρευση υλικού στις ΗΠΑ. Τα αμερικανικά αποθέματα έχουν σχεδόν πενταπλασιαστεί μέσα στο 2025, στερώντας διαθέσιμες ποσότητες από άλλες περιοχές. Παρά την οικονομική επιβράδυνση στην Κίνα, που συγκράτησε προσωρινά τη ζήτηση, οι αγορές παραμένουν εξαιρετικά νευρικές.
Η παγκόσμια μετάβαση σε πράσινες τεχνολογίες αποτελεί τον βασικό μοχλό της αυξανόμενης κατανάλωσης. Ηλιακά πάνελ, ανεμογεννήτριες, φορτιστές, ηλεκτρικά οχήματα, καθώς και τα επεκτεινόμενα κέντρα δεδομένων της τεχνητής νοημοσύνης απαιτούν ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες χαλκού. Η BloombergNEF προβλέπει ότι η ζήτηση μπορεί να αυξηθεί κατά περισσότερο από 30% έως το 2035. Τα data centers, μάλιστα, καταναλώνουν τετραπλάσιες ποσότητες χαλκού από τις παραδοσιακές εγκαταστάσεις, γεγονός που αλλάζει τα δεδομένα για τη μελλοντική επάρκεια.
Παρά τις υψηλές τιμές, οι μεταλλευτικές εταιρείες είναι διστακτικές να επεκτείνουν την παραγωγή τους, γνωρίζοντας ότι ο χαλκός ακολουθεί άμεσα τον κύκλο της παγκόσμιας οικονομίας. Επιπλέον, τα νέα κοιτάσματα είναι όλο και βαθύτερα, πιο χαμηλής ποιότητας και ακριβότερα στην εξόρυξη. Οι περιβαλλοντικές απαιτήσεις — ειδικά για τη χρήση και τη ρύπανση του νερού — καθιστούν πολύ δυσκολότερη την αδειοδότηση νέων έργων. Ο ρυθμός ανακάλυψης νέων πηγών έχει σχεδόν «παγώσει»: από το 1990 έως το 2023 εντοπίστηκαν 239 μεγάλα κοιτάσματα, αλλά μόνο 14 την τελευταία δεκαετία, σύμφωνα με στοιχεία της S&P Global. Ακόμα κι όταν βρεθεί νέο κοίτασμα, απαιτούνται πάνω από 15 χρόνια για να ξεκινήσει η παραγωγή.
Από τον Φεβρουάριο, όταν ο Πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε το σχέδιό του για επιβολή δασμών, οι τιμές και οι ροές χαλκού έχουν ανατραπεί. Αν και δεν επιβλήθηκε δασμός στο καθαρό μέταλλο, ο δασμός 50% στα βιομηχανικά προϊόντα χαλκού και στα παράγωγα από τον Αύγουστο δημιούργησε νέα ισορροπία: τα συμβόλαια στο Comex της Νέας Υόρκης διαπραγματεύονται πλέον σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με άλλες αγορές. Οι έμποροι εκμεταλλεύτηκαν την υπερτιμολόγηση, κατευθύνοντας μεγάλες ποσότητες στις ΗΠΑ. Ως αποτέλεσμα, οι παραγωγοί σχεδιάζουν ήδη να χρεώσουν ιστορικές προσαυξήσεις στην Ευρώπη και την Ασία το 2026, προκειμένου να αντισταθμίσουν τα χαμένα τους κέρδη.